Practicality

Πρακτικότητα. Δημητρόπουλος 20057:280, 432. Κασσωτάκης 200110:52, 233, 359. Μουτή 2003:31.

Η πρακτικότητα, ως ιδιότητα ενός τεστ, αναφέρεται στην ευκολία κατασκευής και, κυρίως, αντιμετώπισης της μορφής ενός τεστ από τους εξεταζόμενους (τυπολογία δοκιμασιών, σαφήνεια οδηγιών, παροχή του απαιτούμενου χρόνου, κτλ.). Η πρακτικότητα μαζί με την αξιοπιστία και την εγκυρότητα αποτελούν τις τρεις σημαντικότερες ιδιότητες που πρέπει να έχει ένα τεστ για να θεωρείται αποτελεσματικό (Hughes 2003:56).

Μια δοκιμασία θεωρείται πρακτική όταν:

1. Είναι εύκολο να χρησιμοποιηθεί. Για παράδειγμα μία δοκιμασία δεν είναι πρακτική, όταν κατά τη διεξαγωγή της απαιτούνται υλικά που δεν είναι εύκολο να μεταφερθούν ή όταν οι μαθητές αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην κατανόηση των ερωτήσεων (Κασσωτάκης 200110:52). Οι δοκιμασίες που αποτελούνται από πολλών ειδών διαφορετικές ερωτήσεις με πολύπλοκες οδηγίες ενδέχεται να οδηγήσουν σε παρερμηνεία και άρα σε μη αξιόπιστα αποτελέσματα. Οι οδηγίες των ερωτήσεων θα πρέπει λοιπόν να είναι «πλήρεις, σαφείς, απλές και γραπτές» (Γεωργούσης 1999: 361).

2. Δεν είναι υπερβολικά δύσκολο να κατασκευαστεί. Το κόστος του τεστ, σε χρήμα ή/και χρόνο, κατοχυρώνει σε μεγάλο βαθμό την πρακτικότητά του, δεν μπορεί όμως να αποτελεί αποκλειστικό κριτήριο, γιατί η στρατηγική επιλογής χαμηλού κόστους τεστ υπονομεύει την αξιοπιστία της διαδικασίας (Γεωργούσης 1999:365). Επομένως, οι κατασκευαστές των τεστ θα πρέπει να είναι προσεκτικοί, ώστε, όποτε είναι δυνατό, να επιλέγουν τεστ που συνδυάζουν καλή ποιότητα και κόστος σε φυσιολογικά επίπεδα.

3. Δεν ξεπερνά τους χρονικούς περιορισμούς. Πιο συγκεκριμένα, μια δοκιμασία διαθέτει πρακτικότητα όταν δεν απαιτεί υπερβολικά πολύ χρόνο για να αντιμετωπιστεί από τους εξεταζόμενους (Κασσωτάκης 200110:52).

4. Η διαδικασία της βαθμολόγησης είναι συγκεκριμένη και οικονομική. Η βαθμολόγηση μιας δοκιμασίας που αποτελείται από υπερβολικά πολλές ερωτήσεις απαιτεί κόπο και χρόνο από τους βαθμολογητές και πλήττει την πρακτικότητά της. Επίσης, οι υποκειμενικές ερωτήσεις, όπως είναι οι ερωτήσεις ελεύθερης ανάπτυξης, προϋποθέτουν συγκεκριμένο τρόπο διόρθωσης, ώστε η διαδικασία βαθμολόγησης να μην καταστεί χρονοβόρα.

Επομένως, τη μεγαλύτερη πρακτικότητα την έχει εκείνη η δοκιμασία που «ικανοποιεί τους σκοπούς για τους οποίους κατασκευάστηκε με τον αποτελεσματικότερο, τον αμεσότερο, τον απλούστερο και τον οικονομικότερο τρόπο» (Δημητρόπουλος 20057:280).

Βιβλιογραφία

  • Γεωργούσης Π. (1999). Η Μέτρηση και η Αξιολόγηση της Επίδοσης των Μαθητών. Αθήνα.

  • Δημητρόπουλος Ε. (20057). Η εκπαιδευτική αξιολόγηση: Η αξιολόγηση του μαθητή. Μέρος Δεύτερο. Αθήνα: Εκδ. Γρηγόρη.
  • Κασσωτάκης Μ. (200110). Η Αξιολόγηση της επιδόσεως των μαθητών: Μέσα, Μέθοδοι, προ­βλή­ματα, προοπτικές. Αθήνα: Εκδ. Γρηγόρη.

  • Μουτή Α. (2003). Η 'Αυθεντικότητα' κατά την Αξιολόγηση της Γλωσσομάθειας: Εφαρμογή στην Πιστοποίηση Επάρκειας της Ελληνομάθειας. Θεσσαλονίκη.


  • Hughes A (2003). Testing for Language Teachers. Cambridge: Cambridge University Press.