Το σοφό παιδί
Επίπεδο: Γ1 | Δεξιότητα: Κατανόηση Προφορικού Λόγου | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Πηγή: | Χρήστος Χωμενίδης, Το σοφό παιδί, εκδ. Εστία | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Επικοινωνιακή γλωσσική δραστηριότητα: | Κατανόηση προφορικού λόγου, κατανόηση λογοτεχνικού κειμένου |
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Τι πρέπει να ξέρει και τι μπορεί να κάνει ο εξεταζόμενος: | Ο υποψήφιος πρέπει να έχει την ικανότητα να κατανοεί το γενικό νόημα καθώς και ουσιαστικές λεπτομέρειες γραπτών κειμένων. |
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Τύπος εξεταστικού ερωτήματος: | ΚΠΛ, 1. Σημειώσεις | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Λέξεις κλειδιά: | Γ1, λογοτεχνικό κείμενο, σημειώσεις | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|
Κείμενο
Το σοφό παιδί
Το μόνο που θυμάμαι από την προ του 1974 ζωή μου είναι ότι είχα ξυρισμένο κεφάλι και το χειμώνα κρύωνα, καθώς κοιμόμουν σ’ ένα ντιβάνι στο μαγειρείο πλάτη με πλάτη με τον αδελφό μου, ενώ το μοναδικό θερμαντικό σώμα στο σπίτι μας, μια σόμπα με κάρβουνα, βρισκότανε στη σάλα όπου και το διπλό κρεβάτι των γονέων μας. Κάτι αόριστες αναμνήσεις, κάτι συγκεχυμένες εικόνες από τη νηπιακή και πρώτη παιδική μου ηλικία έρχονται κάπου κάπου και φεύγουν χωρίς να συναρμολογηθούν σ’ ένα ενιαίο σύνολο. Τα πρώτα βήματά μου στο χιόνι, το μάλλινο σκουφί που μου ’χε πλέξει η γιαγιά μου λίγους μήνες προτού πεθάνει, το ξενύχτι μπρος στο ανοιχτό της φέρετρο, οι κυνηγετικές επιδόσεις του πατέρα μου – πέντ’ έξι πουλιά δεμένα μεταξύ τους από τα ποδάρια με χοντρό σπάγκο σαν αρμαθιά κρεμμύδια – τα τρία πατριωτικά ποιήματα που απομνημόνευσα κι απήγγειλα ενώπιον όλου του χωριού σε ισάριθμους γιορτασμούς της εικοστής πέμπτης Μαρτίου, η πρώτη κρίση επιληψίας του αδελφού μου. Γενικά περνάγαμε χάλια.
Αυτό άλλωστε αποδεικνύεται περίτρανα κι από τις λιγοστές φωτογραφίες, τις διηγήσεις των συντοπιτών μας και τα επίσημα έγγραφα.
Γεννήθηκα τον Αύγουστο του 1966 στο χωριό Πάπιγκο της Ηπείρου. Ο πατέρας μου ήτανε στα νιάτα του έμπορος αλόγων και κατόπιν γυρολόγος. Γυρνούσε την Ελλάδα μέσα σ’ ένα πανάρχαιο φορτηγάκι και πούλαγε στους αγρότες τόπια υφάσματα, τσίγκινες και πλαστικές λεκάνες, καθρέφτες, κλεφτοφάναρα και φτηνούς πολυελαίους. Καταγόταν από την Πελοπόννησο και είχε πολεμήσει στην Αλβανία και στον Εμφύλιο σκυλίσια. Στη μάχη του Γράμμου τραυματίστηκε και παρασημοφορήθηκε. Έτσι κατόρθωσε – «επ’ ανδραγαθεία» - να διαγράψει τις τρεις καταδίκες για κλοπή και παιδεραστία που του λερώνανε το ποινικό μητρώο. Δεν μπόρεσε, όμως, παρ’ όλο που ’χε κάνει ένα φεγγάρι και πρωτοπαλίκαρο κάποιου υπουργού, να πάρει άδεια, για να ανοίξει παλαιοπωλείο στο Μοναστηράκι. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ήτανε πια σαρανταπεντάρης κι είχε βαρεθεί να ταξιδεύει. Έφτασε στο Πάπιγκο, έμεινε δυο βδομάδες και αποπλάνησε την κόρη του παπά. Όχι μονάχα δεν τήρησε εχεμύθεια, όπως τον είχε ικετέψει η μάνα μου, αλλά φρόντισε να διατυμπανίσει το κατόρθωμά του σ’ όλους τους τόνους, ώστε να μην μπορούν παρά να τον εκβιάσουνε να την παντρευτεί. Δέχτηκε πανευτυχής την απαίτηση του παπά, διάλεξε το ωραιότερο μαύρο κοστούμι από την πραμάτεια του, πήγε λουσμένος και ξυρισμένος στην εκκλησία και ήρθε εις γάμου κοινωνίαν μ’ ένα ξανθό κοριτσάκι δεκαεπτά ετών. Το μυστήριο ευλόγησε, ως ιερωμένος, ψάλτης και πατέρας της νύφης, ο εκ μητρός παππούς μου, που ήταν σχεδόν συνομήλικός του. Συνέβη στις 24 Δεκεμβρίου 1960, παραμονή Χριστουγέννων. Η μάνα μου βρισκόταν ήδη σε προχωρημένο στάδιο εγκυμοσύνης.
Αμέσως μετά την οικογενειακή του αποκατάσταση, ο πατέρας μου άλλαξε για δεύτερη φορά επάγγελμα και έγινε αγρότης. Έστελνε, δηλαδή, τη μάνα μου στα χωράφια κι ο ίδιος καθόταν με τις ώρες στο καφενείο και ζάλιζε με ιστορίες τ’ αυτιά των χωρικών. Αν και σχεδόν αμόρφωτος ακαδημαϊκά, είχε το ταλέντο να συναρπάζει τον άλλον, τον οποιονδήποτε άλλον, και να τον κάνει να κρέμεται απ’ τα χείλη του. Δήλωνε αρμόδιος για το κάθε τι και ξεφούρνιζε ψέματα και τερατολογίες με ρυθμό πολυβόλου. Δεν χωρούσε μέση οδός! Ή θα τον έπαιρναν στην πλάκα ή θα τον λάτρευαν. Κατάφερε το δεύτερο. Όταν ο πρόεδρος της κοινότητας του Πάπιγκου εγκαταλείφθηκε από τη γυναίκα του και, για να ξεχάσει, μετανάστευσε στη Γερμανία, οι χωριάτες εξέλεξαν ομόφωνα τον πατέρα μου διάδοχό του. Στέριωσε στο αξίωμα, έγινε ισόβιος κοινοτάρχης.
(…)
Στα μέσα Απριλίου του 1974 έφτασε στο χωριό μας μια αποστολή από την Αθήνα, αποτελούμενη από ’ναν φιλόλογο, έναν φυσικομαθηματικό, τρεις δημοδιδασκάλους, έναν Αμερικάνο κύριο αγνώστου ιδιότητας και τον σωφέρ τους. Πάρκαραν το κακοπαθημένο από τις ανηφόρες πουλμανάκι τους πλάι στην μάντρα του νεκροταφείου και κατευθύνθηκαν αμέσως στο κοινοτικό γραφείο, στον πατέρα μου, να τον ενημερώσουνε για το σκοπό της επισκέψεώς τους.
Δούλευαν όλοι σ’ ένα πρότυπο ελληνοαμερικανικό σχολείο στην πρωτεύουσα, που ονομαζότανε Κολλέγιο και μόρφωνε την αφρόκρεμα του ελληνικού κατεστημένου. Φοιτούσαν εκεί γιοι βιομηχάνων, γιοι εφοπλιστών, γόνοι πολιτικών οικογενειών με βυζαντινή παράδοση. Οι εγκαταστάσεις ήτανε πολυτελέστατες και επιβλητικές στο έπακρον, το εκπαιδευτικό προσωπικό διαλεγμένο ανάμεσα στους άριστους των αρίστων και η αυστηρότητα παροιμιώδης. Τα δίδακτρα – εννοείται – αστρονομικά. Όμως, οι μαθητές έπρεπε ν’ αποκτήσουν – εκτός από ’ναν ωκεανό γνώσεων – και συνείδηση της κοινωνικής πραγματικότητας. Δεν θα ’τανε επιτρεπτό να μεγαλώσουν μέσα σ’ έναν γυάλινο πύργο, δίχως να υποψιάζονται τι συμβαίνει παραέξω. Σκοπός του Κολλεγίου ήτανε να φτιάξει όχι διακοσμητικούς βασιλείς, πλαδαρούς κληρονόμους αμύθητων περιουσιών, αλλά άτομα με τόλμη και με πυγμή, κατάλληλα να κυβερνήσουν. Έτσι, είχε καθιερωθεί ο θεσμός των υποτροφιών. Επέλεγαν κάθε χρόνο καμιά δεκαριά άξια και φιλότιμα αλλά φτωχά παιδιά από την επαρχία και τα ενέτασσαν στη μεγάλη κολλεγιακή οικογένεια για να αποτελέσουν τον συνδετικό κρίκο με τη ζοφερή ελληνική πραγματικότητα. Τα σπούδαζαν, τα φιλοξενούσαν στο οικοτροφείο του σχολείου και τα τάιζαν εντελώς δωρεάν. Μοναδική τους υποχρέωση, ν’ ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των μαθημάτων και να συμπεριφέρονται κόσμια. Άμα ολοκλήρωναν τον κύκλο της βασικής και μέσης εκπαίδευσης επιτυχώς κι αποφοιτούσαν από το Κολλέγιο, όλες οι πόρτες θα ’τανε γι’ αυτούς ανοιχτές. Θα ’χαν ξεφύγει δια παντός απ’ τη μιζέρια που τους επιφύλασσε η ταπεινή τους καταγωγή και θα μπορούσανε να διαπρέψουν σε οποιονδήποτε τομέα. Θα ’τανε επιτυχημένοι, συγχρόνως δε και αυτοδημιούργητοι.
Ο πατέρας μου πολύ συγκινήθηκε μ’ αυτές τις ρόδινες περιγραφές, κι ακόμα περισσότερο που είχανε προτιμήσει, από τα τόσα και τόσα χωριά της Ηπείρου, το δικό μας.