Μίλα μου

Επίπεδο: Β1 Δεξιότητα: Κατανόηση Γραπτού Λόγου
Πηγή: Βασίλης Βασιλικός, http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=22808&subid=2&pubid=63229154
Επικοινωνιακή γλωσσική δραστηριότητα:

Κατανόηση Γραπτού Λόγου

Τι πρέπει να ξέρει και τι μπορεί να κάνει ο εξεταζόμενος:

Ο εξεταζόμενος μπορεί να κατανοεί κείμενα που περιέχουν κυρίως καθημερινή γλώσσα υψηλής συχνότητας. Μπορεί να κατανοεί την περιγραφή γεγονότων και συναισθημάτων …

Τύπος εξεταστικού ερωτήματος: Σωστό -Λάθος
Λέξεις κλειδιά: γιορτή, ανθρώπινες σχέσεις, ιστορία, αγάπη,
Πεδίο:
Προσωπικό Επαγγελματικό
Δημόσιο Εκπαιδευτικό
Θέμα:
1. Γλώσσα
2. Εκπαίδευση
3. Ελεύθερος χρόνος, Διασκέδαση
4. Επαγγελματική ζωή
5. Καθημερινή ζωή
6. Καιρός
7. Κοινωνικοπολιτική δομή
8. Προσωπικά στοιχεία
9. Σπίτι, κατοικία, περιβάλλον
10. Σχέσεις με άλλους ανθρώπους
11. Ταξίδια
12. Τόποι
13. Φαγητό και ποτό
14. Ψώνια
15. Υγεία και σωματική φροντίδα
16. Υπηρεσίες
Είδος κειμένου:
Άρθρο Λαογραφικό
Αφήγηση Λογοτεχνικό
Βιογραφικό Ομιλία
Διαφήμιση Περιγραφικό
Δοκίμιο Συνέντευξη
Επιστολή Συνταγή
Θεατρικό Συζήτηση
Ιστορικό Άλλο
Επίπεδο ύφους:
Φιλικό Τυπικό
Ενδιάμεσο  

Κείμενο

Μίλα μου

… Οι καλεσμένοι άρχισαν να φτάνουν από τις έξι. Πρώτες έφτασαν δύο θείες που έμεναν στην ίδια πόλη, έπειτα ήρθαν κάτι συγγενείς και μετά μια παρέα -άγνωστοί στο κοριτσάκι- από μια πολιτεία μικρή όσο κι η πόλη τους σε απόσταση περίπου 100 μίλια. Ανάμεσα σ' αυτούς τους τελευταίους ήταν κι ένας άντρας με γκρίζα μαλλιά, σοβαρός, δεν φορούσε βέρα, δεν μιλούσε, παρά μόνο όταν τον ρωτούσαν, κι όλο το βράδυ είχε μια ευγένεια και μια στεναχώρια στο πρόσωπό του.

Μόλις ήρθε ο πατέρας της –κεφάτος και ομιλητικός- κάθισαν στο τραπέζι. Η μάνα της σερβίριζε. Αλλά όταν ήρθε η στιγμή να σερβίρει τον αμίλητο άγνωστο, πρόσεξε η μικρή ότι η κουτάλα της σούπας έτρεμε στα χέρια της. Οι άλλοι δεν το πρόσεξαν. Συζητούσαν έντονα για τα παροικιακά. Για τον νέο παπά, για τους γάμους και η θεία της διηγιόταν εντυπώσεις απ' το τελευταίο ταξίδι της στο χωριό, στην Ελλάδα, όπου ανακάλυψε ότι είχε μερικά ελαιόδεντρα. Γελούσε, όταν το 'λεγε. Τι να τα κάνω; έλεγε. Τα χάρισα στην ανεψιά μου. Ο άγνωστος έτρωγε σιγά, δεν ρουφούσε τη σούπα του, όπως οι άλλοι, κι έδειχνε πως συμμετέχει στη συζήτηση, άκουγε τι έλεγαν, χωρίς ο ίδιος να λέει τίποτα.

Όπως κάθε Πέμπτη, έφαγαν, ήπιαν και ήρθαν στο κέφι. Ακούραστη η μάνα της τους περιποιόταν. Σηκώθηκε κι αυτή να τη βοηθήσει στο μάζεμα των πιάτων, πριν στρώσουν την πράσινη τσόχα για το χαρτί.

Μαμά, ποιος είναι ο κύριος που δεν μιλάει; τη ρώτησε μες στην κουζίνα.

- ΄Ενας γνωστός των Νοτιάδων, της αποκρίθηκε αδιάφορα η μάνα της.

- Τον ξέρεις;

- Όχι.

Έκοψε απότομα τις ερωτήσεις της μικρής και βγήκε απ' την κουζίνα. Τότε αυτή πήγε να μιλήσει μαζί του. Αυτός την πήρε στα γόνατά του και της χάιδευε τα μαλλιά. Είχε μια ωραία φωνή -τη ρωτούσε για το σχολείο- και έκανε σιγανές, όμορφες κινήσεις. Δεν έμαθε τίποτα περισσότερο από το όνομά του και τη δουλειά που έκανε…

Ο πατέρας της, μετά το ματς, έβαλε τα δημοτικά τραγούδια και σε λίγο έφυγε για το μαγαζί του. Οι συγγενείς κι αυτοί έφυγαν κατά τις δέκα, γιατί είχαν οι περισσότεροι να κάνουν αποστάσεις. Το κοριτσάκι εκείνο το βράδυ σκεφτόταν πολύ τη μάνα του. Την είχε δει χαρούμενη. Πρώτη φορά δεν έκανε τις δουλειές με κέφι …