Η φωνή που κουβαλάει τις πληγές μας

Επίπεδο: Γ1 Δεξιότητα: Κατανόηση Προφορικού Λόγου
Πηγή: http://portal.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathextra_1_28/02/2012_430204
Επικοινωνιακή γλωσσική δραστηριότητα:

Κατανόηση Προφορικού Λόγου

Τι πρέπει να ξέρει και τι μπορεί να κάνει ο εξεταζόμενος:

Ο υποψήφιος πρέπει να έχει την ικανότητα να καταλαβαίνει κάθε είδος προφορικού λόγου, ακόμη και όταν παράγεται σε γρήγορο ρυθμό, να εκμαιεύει πληροφορίες και υπονοούμενα από συζητήσεις που μπορεί να περιέχουν άγνωστα θέματα και στις οποίες μπορεί να εμπλέκονται αρκετοί ομιλητές που επικοινωνούν με κανονικό ρυθμό ομιλίας.

Πρέπει να μπορεί να παρακολουθεί διαλέξεις και να αναγνωρίζει τις διάφορες ενότητες μιας ομιλίας, όπως βασικές ιδέες, επιχειρηματολογία, υπόθεση, παραδείγματα, γενίκευση, συμπεράσματα αλλά και τη σχέση που υπάρχει μεταξύ τους.

Πρέπει να είναι σε θέση να αναγνωρίζει τις προθέσεις του ομιλητή/συνομιλητή, αστεϊσμούς, παρεμβολές και παρεκκλίσεις, προειδοποιήσεις, συστάσεις, απειλές, να αντιλαμβάνεται και να αντιμετωπίζει σε μεγάλο βαθμό ευφημισμούς, ειρωνεία και μεταφορική χρήση της γλώσσας.

Πρέπει να μπορεί να συμπεραίνει τη σημασία άγνωστων λέξεων από τα συμφραζόμενα και να χρησιμοποιεί παραγλωσσικά στοιχεία (γκριμάτσες, χειρονομίες κτλ.).

Τύπος εξεταστικού ερωτήματος: Σημειώσεις
Λέξεις κλειδιά: Παιδικά χρόνια, δυσκολίες, Χάρις Αλεξίου, Έλληνες, ξένοι
Πεδίο:
Προσωπικό Επαγγελματικό
Δημόσιο Εκπαιδευτικό
Θέμα:
1. Γλώσσα
2. Εκπαίδευση
3. Ελεύθερος χρόνος, Διασκέδαση
4. Επαγγελματική ζωή
5. Καθημερινή ζωή
6. Καιρός
7. Κοινωνικοπολιτική δομή
8. Προσωπικά στοιχεία
9. Σπίτι, κατοικία, περιβάλλον
10. Σχέσεις με άλλους ανθρώπους
11. Ταξίδια
12. Τόποι
13. Φαγητό και ποτό
14. Ψώνια
15. Υγεία και σωματική φροντίδα
16. Υπηρεσίες
Είδος κειμένου:
Άρθρο Λαογραφικό
Αφήγηση Λογοτεχνικό
Βιογραφικό Ομιλία
Διαφήμιση Περιγραφικό
Δοκίμιο Συνέντευξη
Επιστολή Συνταγή
Θεατρικό Συζήτηση
Ιστορικό Άλλο
Επίπεδο ύφους:
Φιλικό Τυπικό
Ενδιάμεσο  

Κείμενο

Η φωνή που κουβαλάει τις πληγές μας

Με ειλικρίνεια που συγκινεί, η Χαρούλα Αλεξίου ξεδιπλώνει τη ζωή της, μοιράζεται τις αγωνίες και τις ανασφάλειές της

Δημοσιογράφος: Πείτε μας μερικά πράγματα για τα παιδικά σας χρόνια.

Η φωνή μας έχει μνήμη, κουβαλάει τις πληγές μας. Η ζωή που έζησα εκφράζει τη μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων. Ο τρόπος που μεγάλωσα, ότι γεννήθηκα σε επαρχία, η μικρασιατική μου καταγωγή από τη μητέρα μου, η αρβανίτικη από την πλευρά του μπαμπά μου. Ξέρω τι είμαι. Δεν ήμουν ποτέ το παιδί του αστικού κέντρου, ξέρω τι σημαίνει πηγαίνω στο χωράφι παρότι έζησα μόνο ως τα οκτώ μου στη Θήβα.

Ξέρω τι είναι να ’σαι γεωργός, τι σημαίνει πάστρα, πώς είναι να σηκώνεται η μάνα στις 4 το πρωί για να δουλέψει παραδουλεύτρα κι αργότερα στην Αθήνα να ’χει ένα μπακαλικάκι και να κάνει τα πάντα για να μεγαλώσει τα παιδιά της. Ξέρω τι σημαίνει προκοπή, έμαθα τι είναι να ’χεις τα δικά σου λεφτά, να παλεύεις, να μην αλλάζεις γειτονιά, γιατί το ενοίκιο είναι 10 δραχμές ακριβότερο. Όσο κι αν φτάσω πιο πάνω, όσα χρήματα κι αν αποκτήσω παραπάνω, τα έζησα όλα. Οι μνήμες επανέρχονται. Αλλιώς είναι να σου έχει λιώσει έφηβη το πρώτο σου τακούνι στον χωματόδρομο. Να ανοίγει σαν καθαρισμένο αγγούρι από το περπάτημα και να πρήζονται οι γάμπες μέχρι να φτάσεις στη στάση του λεωφορείου, ενώ χαιρόσουν που φόραγες τους τέσσερις πόντους. Δεν ξέρω αν είναι η ηλικία που τα επαναφέρει. Συχνά αισθάνομαι να έχω κενά μνήμης από τα 20 και μετά, από την εποχή που άρχισα να τραγουδάω. Όμως, ό,τι έχει να κάνει με το πριν τα θυμάμαι όλα.

Οι δυσκολίες που έζησα ως παιδί και έφηβη με εκπαίδευσαν να τα καταφέρνω. Θυμάμαι, είχε μετακομίσει η μαμά μου το 1964 σε ένα σπιτάκι που έχτισε στο Παλιό Φάληρο, απ’ αυτά τα παράνομα που γίνονταν σε μια νύχτα στις εκλογές. Έκλεινε με νάιλον τα ανοίγματα, δεν είχε τζάμια, μόνο μια σόμπα. Αν μου πεις για τον άστεγο, τον άνθρωπο που ζει στο κρύο, έχω όλη τη φωτογραφία μπροστά μου. Ξέρω. Θυμάμαι πώς στραβώνει το μάγουλο στο προσκέφαλο αν δεν βάλεις σκουφί, κάλτσες και γάντια να κοιμηθείς. Ξέρω, όμως, και πως από το τίποτα έρχεται η αληθινή χαρά. Μια σούπα στη σόμπα, λίγη ζεστασιά και γίνεται γλέντι. Με λίγο καψαλισμένο ψωμί και κουβέντα, γίνεσαι ευτυχισμένη.

Εκείνα τα χρόνια, που η γειτονιά ήταν η μικρή κοινωνία ασφάλειας, που συμμετείχε στα προβλήματα, τις χαρές, τις υπερβολές, με ζεσταίνουν. Μοιραζόσουν τη ζωή σου. Όταν ψήλωσαν τα σπίτια, χώρισαν και οι άνθρωποι. Ξεχάσαμε τις ζωές μας. Φλυαρούσαμε μόνο για τις ζωές των άλλων. Πότε σε ρώτησαν “πώς νιώθεις;”. Μόνο ο γιατρός μου έκανε αυτή την ερώτηση».

Δημοσιογράφος: Με την κρίση τι έχει αλλάξει;

Η κρίση μείωσε τις αποστάσεις, λένε. Προκαλεί απίστευτο πανικό και με το δίκιο μας. Υπάρχει οργή γι’ αυτούς που κυβερνούν τις ζωές μας. Τους πολιτικούς δεν τους εμπιστεύεται κανείς. Από την άλλη, η μικρομεσαία τάξη έχει τις καβατζούλες της. Έμαθε από τους γονείς για την ώρα ανάγκης. Αλλά όταν τελειώσουν αυτά τα λεφτά, δεν ξέρουμε τη συνέχεια. Μακάρι να γίνει κάτι. Κανείς δεν δικαιούται να στείλει έναν λαό στο απόσπασμα από τη μια μέρα στην άλλη.

Δημοσιογράφος: Παρ’ όλα αυτά δε νομίζετε ότι το παρακάναμε;

Οι Βόρειοι δεν καταλαβαίνουν τη νοοτροπία μας. Ήμουν στην Πάρο με ξένους φίλους, οι οποίοι εκπλήσσονταν: Μα, ο κόσμος κάνει ακόμα διακοπές; Όμως ο Έλληνας είναι περήφανος άνθρωπος. Δεν θα φύγει πια είκοσι μέρες, αλλά τις τέσσερις ημέρες που θα πάει θα είναι αξιοπρεπής. Δεν θα τη βγάλει, όπως οι ξένοι, με μια σαλάτα κι ένα σάντουιτς τη μέρα. Είμαστε κιμπάρηδες. Ο ξένος δεν διανοείται αυτό που λέμε εμείς «θα σου κάνω το τραπέζι, ούτε υπάρχει περίπτωση να μαλώσει για να πληρώσει. Οι γονείς μας, όταν ερχόταν ο απρόσκλητος επισκέπτης, μοιράζονταν μαζί του το πιάτο τους. Οι Γάλλοι θα σε αφήσουν να περιμένεις, θα φάνε, και ύστερα θα σε βάλουν στην παρέα. Μια Ελληνίδα φίλη που ζει στο Παρίσι φώναξε τον υδραυλικό για κάποια βλάβη στο σπίτι της. Όταν τον ρώτησε αν θέλει καφέ ή τσάι, εκείνος έμεινε άναυδος.

Δημοσιογράφος: Όταν κατεβαίνετε στο κέντρο της Αθήνας, τι σας βαραίνει;

Η ενοχή ότι υπάρχει ένας κόσμος που δεν έχει. Αλλά κι ένας κόσμος που δεν τον ξέρεις πια. Πηγαίνοντας καμιά φορά στο θέατρο σε κάποιες υποβαθμισμένες γειτονιές, μέσα στο σοκάκια βλέπω έναν κόσμο με τον οποίο δεν έχω καμία επαφή στο προάστιο που ζω. Αυτόν τον κόσμο τον πήρε μαζί της η τηλεόραση. Κι εκείνος της έχει παραδοθεί. Σαν να τους ρούφηξε μεταφυσικά και χάνονται, ζώντας τις ζωές των άλλων. Ξέρει την προσωπική ζωή ενός μοντέλου, ποιος παντρεύτηκε, ποιος γέννησε, μαθαίνει για τους επαγγελματίες «επωνύμους», πρόσωπα που δεν παίζουν κανένα ρόλο στην πραγματική ζωή, παρακολουθεί την «αστυνομία» της μόδας. Τα κανάλια που πληρώνουν εκπομπές για να κρίνουν γόβες σε μια Ελλάδα που γέμισε άστεγους. Δεν υπάρχει εκπομπή για τον πολιτισμό, τη μουσική, αλλά υπάρχουν εκπομπές που λένε πονεμένες ιστορίες. Θυμάμαι παλιά τη μητέρα μου που κανόνιζε να ξεκουραστεί πίνοντας τον καφέ της την ώρα που άκουγε τη ραδιοφωνική σειρά «Πικρή μικρή μου αγάπη». Τώρα έχουμε το ριάλιτι. Την γκόμενα με το στενό φουστάνι, τη βλεφαρίδα κάγκελο να κλαίει… Το σινερομάντζο έγινε ψυχαγωγία στην τηλεόραση.