Η μυθολογία μιας πολύ παλιάς πόλης
Επίπεδο: Γ1 | Δεξιότητα: Κατανόηση Γραπτού Λόγου | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Πηγή: | www.lifo.gr | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Επικοινωνιακή γλωσσική δραστηριότητα: | Κατανόηση Γραπτού Λόγου |
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Τι πρέπει να ξέρει και τι μπορεί να κάνει ο εξεταζόμενος: | Ο υποψήφιος αναμένεται να μπορεί να κατανοεί, με πολύ μικρές πιθανότητες παρανόησης, όλα σχεδόν τα είδη γραπτών κειμένων, σύνθετα, εξειδικευμένα, λογοτεχνικά. Πρέπει να είναι σε θέση να διακρίνει αποχρώσεις ύφους καθώς και άρρητες διαθέσεις του συγγραφέα σε οποιοδήποτε κείμενο. Πιο συγκεκριμένα, πρέπει να μπορεί να κατανοεί όλα τα είδη αλληλογραφίας, ακόμα και στον επαγγελματικό τομέα με πιθανότητα μικρής δυσκολίας σε σημεία όπου αναφέρονται τεχνικές λεπτομέρειες. Αναφορές και εξειδικευμένα άρθρα δεν πρέπει να προκαλούν ιδιαίτερη δυσκολία για τον υποψήφιο του επιπέδου Γ1. Επιπλέον, πρέπει να είναι σε θέση να εντοπίζει γρήγορα μέσα σε κείμενα τις λεπτομέρειες που τον ενδιαφέρουν, να χρησιμοποιεί τις πηγές πληροφοριών αποτελεσματικά για την πλήρη κατανόηση του κειμένου και να αξιολογεί το υλικό του. Πρέπει, τέλος, να μπορεί να κατανοεί λεπτομερείς οδηγίες για το χειρισμό συσκευών ή μηχανημάτων, ακόμα και αν δεν έχουν σχέση με την ειδικότητά του, καθώς και να μπορεί να ανατρέχει σε λεξικά για μεγαλύτερη βοήθεια. |
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Τύπος εξεταστικού ερωτήματος: | Αντιστοίχιση προτάσεων Πολλαπλή επιλογή με τέσσερις επιλογές Συμπλήρωση κενών | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Λέξεις κλειδιά: | Αθήνα, ιστορία, κτήρια, μνημεία | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|
Κείμενο
Η μυθολογία μιας πολύ παλιάς πόλης.
Την ιστορία της Αθήνας μέσα από τα περιστατικά που χαρακτήρισαν την κάθε γειτονιά της, επιχειρούν να αφηγηθούν ο Θανάσης Γιοχάλας και η Τόνια Καφετζάκη στην εξαιρετική μελέτη τους που μόλις κυκλοφόρησε.
Oλες οι πρωτεύουσες των ευρωπαϊκών χωρών διαθέτουν έναν χάρτη, μία έρευνα σπιθαμή προς σπιθαμή, όπου κάθε δρόμος, κάθε κτίριο, κάθε άγαλμα, έχει κάτι να θυμίσει από το παρελθόν. Ο επισκέπτης –ειδικά όταν είναι ξένος– παίζει λιγάκι την τυφλόμυγα, διότι ξέρει μεν ότι βλέπει, αλλά ελάχιστα καταλαβαίνει. Μάλιστα, όταν έχουμε να κάνουμε με την αρχαιότερη πρωτεύουσα της ευρωπαϊκής ηπείρου, η αφήγηση τόπων, κτιρίων, δρόμων, μνημείων, αρχαιολογικών χώρων μοιάζει με αιώνιο παραμιλητό. Όταν ο Τούρκος περιηγητής Εβλιά Τσελεμπί επισκέφτηκε την Αθήνα το 1667 σημείωσε: «Επτά χιλιάδες συνολικά είναι τα σπίτια της Αθήνας – όλα κεραμοσκέπαστα και πολύ στέρεες πέτρινες κατασκευές. Εδώ δεν πρόκειται να δεις ξύλινο σπίτι ή χτισμένο με τούβλα και λάσπη και σκεπασμένο με χώματα. Όλα τα οικοδομήματα είναι τέλειες λιθοδομές, στρωμένες με ασβέστη και γύψο. Τα σπίτια έχουν στέρνες για να μαζεύουν τα νερά της βροχής (που πέφτουν στις στέγες και τους εξώστες). Επειδή δεν έχει λασπουριά, δεν κατασκευάζουν καλντερίμια».
Η έρευνα των δύο συγγραφέων απλώνεται σε έντεκα κεφάλαια και ο οδηγός τους ακολουθεί τους τόπους, τα κτίρια και τους δρόμους. Πλάκα, Ακρόπολη, εμπορικό κέντρο Αιόλου, οδός Ακαδημίας και λεωφόρος Αλεξάνδρας, Ελαιώνας, πλατεία Συντάγματος, Ομόνοια, Χαυτεία και Πατήσια. Ιδιαίτερη σημασία έχει η παρεμβολή από τα αποσπάσματα γνωστών έργων που σχολιάζουν και δίνουν άλλη βαθύτητα σε όσα βλέπει (και δεν βλέπει) το μάτι. Αντί, λοιπόν, να κάνουμε συνολική αποτίμηση, προτιμήσαμε να περιγράψουμε το πρώτο κεφάλαιο, με τίτλο «Πλάκα», για να πάρει ο αναγνώστης μια ισχυρή δόση από την πιο παλαιά συνοικία της Αθήνας.
Η ονομασία Πλάκα οφείλεται στην αρβανίτικη διάλεκτο και σημαίνει «παλαιός» (πλάκα Αθήνα: παλιά Αθήνα), καθότι συνδέεται με την κατοίκηση της περιοχής κατά τα τέλη του 16ου αιώνα από Αρβανίτες της Αργοναυπλίας. Επίσης, αρβανίτικη είναι και η ονομασία «Γκάγκαρος», δηλαδή, γνήσιος Αθηναίος, προέρχεται δε από τη λέξη «Βάγκαρης», δηλαδή μισθοφόρος αποστρατευμένος. Πλακιώτης ήταν ο μπαρμπα-Γιάννης ο Κανατάς και εμφανίστηκε στην πόλη το 1860. Γύριζε στους δρόμους της πόλης με το γαϊδουράκι του φορτωμένο κανάτια. Τις Κυριακές, όμως, μεταμορφωνόταν σε αριστοκράτη και οι εφημερίδες τον τιμούσαν με ειδικά σχόλια. Το 1658 Γάλλοι Καπουτσίνοι μοναχοί ίδρυσαν μονή στην Αθήνα και έγιναν δεκτοί από τους κατοίκους, σε αντίθεση με τους Βενεδικτίνους του Δαφνιού και τους Ιησουίτες. Άλλωστε, είναι οι πρώτοι που εκπόνησαν χάρτη της αρχαίας Αθήνας. Ο Λόρδος Μπάιρον, που φιλοξενήθηκε στη μονή, έγραψε: «Μένω στο μοναστήρι των Καπουτσίνων, μπροστά μου έχω τον Υμηττό, πίσω μου την Ακρόπολη, δεξιά μου τον ναό του Δία, μπροστά το Στάδιο, αριστερά μου την πόλη, ε, κύριε, αυτό θα πει τοπίο, αυτο θα πει γραφικότητα! Δεν υπάρχει, κύριε, τίποτα παρόμοιο στη Λόντρα, όχι, ούτε καν η κατοικία του Λόρδου Δημάρχου». Τα Χριστούγεννα του 1843 στήθηκε το πρώτο χριστουγεννιάτικο δέντρο με στολίδια από τη Ρωσία και η πρώτη του εμφάνιση θα πρέπει να έγινε στη βασιλική κατοικία του Όθωνος, καθότι το έθιμο ήταν γερμανικό και υπήρχε στη Βαυαρία.
Ο Μενδρεσές, το ιεροσπουδαστήριο των Μουσουλμάνων, ιδρύθηκε το 1721. Ο πιο γνωστός «ένοικος» του Μενδρεσέ ήταν ο Μακρυγιάννης μετά την καταδίκη του για συνωμοσία κατά του Όθωνα. Στην κεντρική αυλή του κτιρίου υπήρχε ένας πλάτανος, στον οποίο απαγχονίζονταν οι καταδικασμένοι σε θάνατο. Όσοι φυλακισμένοι αποφυλακίζονταν έλεγαν τη φράση «χαιρέτα μας τον πλάτανο», η οποία επιβίωσε μέχρι των ημερών μας. Ο Όθων κατέφθασε στην Αθήνα υπό τον ήχο 101 κανονιοβολισμών. Εφόσον ούτε η πόλη των Αθηνών αλλά ούτε κι εμείς διαθέταμε αρκετό μπαρούτι, ζητήθηκε βοήθεια από τον Οσμάν Πασά, ο οποίος προθυμοποιήθηκε να την προσφέρει, κι έτσι ο χαιρετισμός του βασιλέως της Ελλάδος έγινε με τουρκικό μπαρούτι και τουρκικές ομοβροντίες.
Άρειος Πάγος. «Πάγος» σημαίνει βράχος, ενώ για το επίθετο Άρειος έχουμε δύο εκδοχές: είτε από τις Αρές, θεότητες τύψεων, είτε επειδή ο Άρης δικάστηκε εδώ λόγω του ότι σκότωσε τον Αλιρρόθιο, γιο του Ποσειδώνα. Στον χώρο του Αρείου Πάγου υπήρχαν δύο λίθοι, ο της «Ύβρεως» κι εκείνος της αναίδειας. Κατά την παράδοση, το 53 μ.Χ., όταν ο Απόστολος Παύλος ήρθε στην Αθήνα, εκεί κήρυξε τον χριστιανισμό στους Αθηναίους.
Μέχρι το 1880 οι κουρείς ήταν και «οδοντοβγάλτες», πρακτικοί παθολόγοι και δερματολόγοι. Έκαναν αφαιμάξεις με βδέλλες, διέθεταν επίσης βότανα για το κρυολόγημα, ενώ έκαναν και ξόρκια. Τα καλλυντικά των κουρείων ήταν ανθόνερο, ξίδι, μαντέκα (χοιρινό ξίγκι για το μουστάκι). Μία κρεμασμένη έξω από την είσοδό του κουρείου βρεγμένη πετσέτα σε καλάμι σήμαινε ότι ο κουρέας ήταν έτοιμος για τον επόμενο πελάτη. Στα κουρεία της Παλαιάς Αγοράς σύχναζαν κυρίως άντρες των κατώτερων τάξεων. Στην Αγορά, μάλιστα, υπήρξε και χώρος διαπόμπευσης κλεφτών. Έτσι, όταν συλλαμβανόταν κλέφτης, τον περιέφεραν εκεί με τα κλοπιμαία στην πλάτη, δέρνοντάς τον. Στη διαπόμπευση μετείχαν και περαστικοί.
Το πρώτο κτίριο στην Αθήνα που κτίστηκε ως ξενοδοχείο, δηλαδή ο Αίολος, ήταν έργο του Σταμάτη Κλεάνθη και σώζεται χωρίς ιδιαίτερες αλλοιώσεις. Στο ξενοδοχείο προσφέρονταν δωμάτια και έπιπλα ευρωπαϊκά (ας σημειωθεί ότι η ύπαρξη κρεβατιών στα δωμάτια δεν ήταν ακόμα διαδεδομένη), πρόγευμα, ευρωπαϊκά κρασιά και άλλα οινοπνευματώδη, ενώ στο εστιατόριο παρεχόταν ευρωπαϊκό, αλλά επιπλέον και τουρκικό μενού.
Πολυκατοικία Σκουζέ. Εκεί διέμεινε από το 1895 μέχρι τον θάνατό του ο Εμμανουήλ Ροΐδης (1836-1904), όταν αναγκάστηκε να μετακομίσει από την αρχοντική κατοικία του στην οδό Φιλελλήνων 16, λόγω της χρεοκοπίας στην οποία τον οδήγησε η πτώση των μετοχών του Λαυρίου το 1873. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του Ροΐδη χαρακτηρίζονται από μεγάλη ένδεια, αφού το μοναδικό του εισόδημα ήταν ο μισθός του έφορου της Εθνικής Βιβλιοθήκης, θέση την οποία διατηρούσε μόνον επί πρωθυπουργίας Χαρ. Τρικούπη.