Έρωτας στην ομίχλη
Επίπεδο: Β2 | Δεξιότητα: Κατανόηση Προφορικού Λόγου | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Πηγή (διασκευή): | Διασκευή από το βιβλίο «Έρωτας στην ομίχλη» της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Επικοινωνιακή γλωσσική δραστηριότητα: | Κατανόηση Προφορικού Λόγου |
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Τι πρέπει να ξέρει και τι μπορεί να κάνει ο εξεταζόμενος: | Ο υποψήφιος πρέπει να έχει την ικανότητα να καταλαβαίνει εκτενή κείμενα και να κατανοεί τις κύριες ιδέες πάνω σε συγκεκριμένα θέματα. Πρέπει να είναι εξοικειωμένος με βασικά χαρακτηριστικά του ελληνικού πολιτισμού (συνθήκες διαβίωσης, κοινωνική ζωή, βασικές αξίες) και να έχει επίγνωση των πολιτιστικών διαφορών και των σχετικών συνηθειών και εθίμων. |
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Τύπος εξεταστικού ερωτήματος: | Σημειώσεις | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Λέξεις κλειδιά: | Λεωφορείο, τιμόνι, στροφή | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|
Κείμενο
Έρωτας στην ομίχλη
Το λεωφορείο ανέβαινε αγκομαχώντας στις στροφές. Από κάτω ανοιγόταν ένα φαράγγι με την όψη της αβύσσου. Στις άκρες των ολόγυμνων βράχων κρέμονταν λίγα αγριολούλουδα, φασκόμηλο και χαμομήλι, τα μόνα σημεία ζωής σ’ ένα τοπίο όπου κυριαρχούσε η μοναξιά της ξηρασίας. Η Αμαλία ζαλιζόταν σε κάθε γύρισμα του τιμονιού που επιχειρούσε με μαεστρία ο οδηγός προκειμένου να συνεχίσει την ανηφορική, ελικοειδή πορεία του οχήματος.
Η Αμαλία έκλεινε από ένστικτο τα μάτια της για να μην αντικρίσει το απύθμενο βάθος του φαραγγιού, που την κοίτη του διέσχιζε η ροή ενός αγριοποτάμου. Ο άντρας μπροστά της, ντυμένος με φθαρμένα ρούχα, κάπνιζε το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο και το κουρασμένο λεωφορείο είχε γεμίσει με καπνό απ’ άκρη σ’ άκρη. Το ραδιόφωνο έπαιζε δυνατά δημοτικά τραγούδια, μερακλώνοντας τον οδηγό και τους επιβάτες. Στρέφοντας το βλέμμα της γύρω-γύρω, διαπίστωσε πως ήταν πια η μοναδική γυναίκα. Οι λιγοστές χωρικές είχαν κατεβεί στα διάφορα χωριά όπου έκανε στάσεις το πράσινο όχημα.
«Πού πας, παιδάκι μου εσύ, σ’ ένα άγνωστο χωριό, πάνω στα βουνά; Κάνε αίτηση να σου αλλάξουν το διορισμό σου. Ανύπαντρη κοπέλα πράμα, να τρέχεις μες στις ερημιές για να διδάξεις σ’ ένα διθέσιο σχολείο; Είναι πράματα αυτά;»
«Μάνα, σε παρακαλώ, σταμάτα με τους παράλογους φόβους σου και την άρνησή του. Θα πάω εκεί όπου με διόρισαν, όπως κάνουν όλοι οι δάσκαλοι και οι δασκάλες», της είχε απαντήσει μ’ ένα τόνο εκνευρισμού στη φωνή της.
«Μα έχουμε μέσον τον βουλευτή, παιδί μου. Γιατί δε μ’ αφήνεις να του ζητήσω ν’ αλλάξει το διορισμό σου για τα περίχωρα της Θεσσαλονίκης; Θα το κάνει με μεγάλη προθυμία, χρωστάει άλλωστε τόσα πολλά στον μακαρίτη τον πατέρα σου».
Ξαφνικά, ένα απότομο φρενάρισμα την πέταξε απ’ το κάθισμα βγάζοντάς τη με φόρα έξω, στο διάδρομο. Ένιωσε πως θα λιποθυμούσε από το φόβο μέσα όμως στην αναστάτωσή της πίστεψε πως είχαν φτάσει στο χείλος του γκρεμού και αν δεν έπιανε το φρένο, θα κατρακυλούσαν κάτω και δε θα έμενε τίποτε από τα κορμιά τους. Την έπιασε ξαφνικά ο πανικός του τέλους. Πρόλαβε μάλιστα να αναρωτηθεί, στα τελευταία δευτερόλεπτα που πίστευε πως της απόμεναν, τι ήθελε στα αλήθεια και πήγαινε, σ’ εκείνο το ορεινό χωριό, για το οποίο όλοι την προειδοποιούσαν πως θα ήταν μία σωστή Κόλαση.
Ο χωρικός μπροστά της πετάχτηκε από τη θέση του για να την πιάσει έτσι όπως έγειρε σαν κλαδάκι στον άνεμο. Τη σήκωσε με τα δυνατά απ’ τη δουλειά μπράτσα του και την κάθισε πάλι στο κάθισμά της. Στα μάτια της είχε ζωγραφιστεί ο τρόμος από τη στιγμή, αλλά και από το μεγάλο άγνωστο που ξανοιγόταν μπροστά της.
Ο οδηγός γύρισε με ψυχραιμία να δει αν είχε τραυματιστεί κανείς. Καθησύχασε τους επιβάτες πως το φρενάρισμα ήταν για να αποφύγει ένα άλλο αμάξι που ερχόταν από τη στροφή. Η Αμαλία νόμιζε πως θα σωριαζόταν από την αγωνία της. Έσφιξε τα χέρια γύρω από το σώμα της και έκλεισε τα μάτια. «Κάθε στροφή κι ένα στοίχημα με το θάνατο», συλλογίστηκε. Και δεν ήξερε πόσο κοντά στην αλήθεια ήταν, αν και σε ένα άλλο επίπεδο, άσχετο μ’ εκείνο τον στενό επαρχιακό δρόμο..
Σε λίγο το λεωφορείο φάνηκε πως ξαναπήρε κανονικά την πορεία του, καθώς αγκομαχούσε πάλι με τον συνηθισμένο του ρυθό.