Το σκαμνάκι

Επίπεδο: Γ1 Δεξιότητα: Κατανόηση Προφορικού Λόγου
Πηγή: http://www.mikrosapoplous.gr
Επικοινωνιακή γλωσσική δραστηριότητα:

Κατανόηση Προφορικού Λόγου

Τι πρέπει να ξέρει και τι μπορεί να κάνει ο εξεταζόμενος:

να κατανοεί σε βάθος λογοτεχνικό λόγο και να κρατάει σημειώσεις.

Τύπος εξεταστικού ερωτήματος: σημειώσεις
Πεδίο:
Προσωπικό Επαγγελματικό
Δημόσιο Εκπαιδευτικό
Θέμα:
1. Γλώσσα
2. Εκπαίδευση
3. Ελεύθερος χρόνος, Διασκέδαση
4. Επαγγελματική ζωή
5. Καθημερινή ζωή
6. Καιρός
7. Κοινωνικοπολιτική δομή
8. Προσωπικά στοιχεία
9. Σπίτι, κατοικία, περιβάλλον
10. Σχέσεις με άλλους ανθρώπους
11. Ταξίδια
12. Τόποι
13. Φαγητό και ποτό
14. Ψώνια
15. Υγεία και σωματική φροντίδα
16. Υπηρεσίες
Είδος κειμένου:
Άρθρο Λαογραφικό
Αφήγηση Λογοτεχνικό
Βιογραφικό Ομιλία
Διαφήμιση Περιγραφικό
Δοκίμιο Συνέντευξη
Επιστολή Συνταγή
Θεατρικό Συζήτηση
Ιστορικό Άλλο
Επίπεδο ύφους:
Φιλικό Τυπικό
Ενδιάμεσο  

Κείμενο

Το σκαμνάκι

Μαρίας Παπαστρατάκου-Μυλωνάκου

Η ιστορία αυτή, συνέβη πριν πολλά χρόνια.

Ήμουν το μεσαίο παιδί μιας πολυμελούς οικογένειας και, όταν ερχόταν ο «Άγιος Σεπτέμβριος», κάθε πρωί τα μεγαλύτερα αδέρφια μου έφευγαν για το σχολείο.

— Γιατί να μην πηγαίνω κι εγώ μαζί τους, σκεφτόμουν. Αγράμματη θα έμενα: Η λέξη «σχολείο» με σαγήνευε και με τραβούσε σαν πόλος έλξης.

Δεν άργησα να βάλω σ' εφαρμογή το σχέδιό μου. Ψάχνοντας, βρήκα ένα παλιό αναγνωστικό της Α' τάξης και ξεκίνησα για το σχολείο.

Πότε έφθασα, δεν το κατάλαβα.. Ακολουθώντας τα πιο μικρά μπήκα κι εγώ εντελώς ανέμελα στην αίθουσα Α΄ και Β΄ τάξης και, επειδή ήμουν μικρή και κοντούλα, για να μην μου ξεφεύγει τίποτα, κάθησα στο πρώτο θρανίο με άλλους τρεις συμμαθητές μου.

Δεν άργησε να μπει η δασκάλα, που μπροστά μου φάνταξε σαν γίγαντας, αν και ήταν κοντή. Το έμπειρο μάτι της στράφηκε επάνω μου και με ύφος λίγο γελαστό, λίγο αυστηρό με ρώτησε:

— Τι θέλεις, εσύ, εδώ; Γιατί ήρθες;

— Ήρθα να μάθω γράμματα.

— Μα είσαι μικρή και δεν είσαι γραμμένη στο Μαθητολόγιο. Του χρόνου θα έρθεις κανονικά. Αφού όμως ήρθες, κάθησε σήμερα, αλλά αύριο να μην έρθεις.

Τι έμαθα την πρώτη ημέρα δεν θυμάμαι. Εκείνο, όμως, που δεν ξεχνώ ποτέ μου είναι ότι κατά την επιστροφή μου στο σπίτι δεν πατούσα στη γη, νόμιζα πως είχα φτερά και πετούσα στον αέρα, είχα γίνει ουρανοβάμων. Μάλιστα το απόγευμα εκείνο, με κλάματα, υποχρέωσα τη μητέρα μου να μου φτιάξει μια τσάντα από πανί, που το ύφαινε τα βράδια και τις νύχτες στον αργαλειό, για να ντύσει τα παιδιά και το σπίτι.

Τώρα η χαρά μου ήταν ανείπωτη, αφού μέσα σ' εκείνη την πάνινη τσάντα με τα δύο χερούλια θα στέγαζα τα άρματά μου, βιβλίο, μολύβι, τετράδιο.

Μάλιστα σκόπευα σε λίγες ημέρες να ζητήσω από τους γονείς μου να μου αγοράσουν και πλάκα με κοντύλι. Στη μια γραμμωτή επιφάνεια της πλάκας θα έγραφα γραμματάκια, λεξούλες και αριθμούς. Στην άλλη επιφάνεια θα ζωγράφιζα… λουλούδια, παιδάκια, σπίτια, δέντρα, ό,τι μου ερχόταν στον νου.

Γεμάτη όνειρα έπεσα να κοιμηθώ με την τσάντα δίπλα στο προσκέφαλό μου. Έπρεπε να την προστατεύσω. Τόσα έκρυβε για μένα!

Την επόμενη ημέρα δεν έφυγα μόνη μου για το σχολείο, αλλά μαζί με τα μεγαλύτερα αδέλφια μου, που με μάλωναν να γυρίσω πίσω στο σπίτι. Εγώ, όμως, βιαζόμουν να δείξω και στα άλλα παιδιά την καινούργια μου τσάντα, αλλά να πρωτοτυπήσω και στη δασκάλα.

Η προειδοποίησή της να μην ξαναπάω εκεί, όπου αυτή ιερουργούσε, καθόλου δεν με άγγιζε. Αφού δεν χωρούσα στο θρανίο, υπήρχε κι άλλος τρόπος να χωρέσω στην αίθουσα διδασκαλίας.

Οι μικροί πολλές φορές σοφίζονται πράγματα τολμηρά, που ίσως δεν μπορούν να τα φανταστούν οι μεγάλοι, γιατί τους διέπει η λογική.

Έτσι κι εγώ σκέφθηκα να πάρω μαζί μου ένα ωραίο σκαμνάκι, που είχαμε στο σπίτι μας για να κάθονται τα μικρότερα αδέλφια μου.

Μπαίνοντας στην τάξη τοποθέτησα το μικρό κάθισμά μου στο εμπρός μέρος του ενός διαδρόμου. Ήθελα, βλέπεις, να είμαι μπροστά, για να βλέπω στον πίνακα και ν' ακούω.

Έλα, όμως, που τώρα συγκέντρωσα πιο πολύ την προσοχή της κυρα-δασκάλας και της άναψαν τα λαμπάκια!

— Πάλι ήρθες; Δεν σου είπα να μην ξανάρθεις;

— Κυρία, έφερα το σκαμνάκι μου και δεν θα πιέζω τα παιδιά στο θρανίο. Σας παρακαλώ, αφήστε με κι εμένα να μάθω γράμματα. Κοιτάτε, έχω και τσάντα.

— Μα, παιδί μου, είσαι άγραφη και ο νόμος δεν σου επιτρέπει να έρχεσαι στο σχολείο, θα έρθεις του χρόνου, που θα γίνεις έξι ετών. Τώρα δεν μπορείς. Έπειτα, με εμποδίζεις. Δεν μπορώ να περάσω στον διάδρομο και να ελέγξω τι γράφουν τα παιδιά.

Σαν κοφτερός πέλεκυς έπεσε πάνω στο κεφάλι μου η βροντερή φωνή της.

Πρέπει να κατάλαβε την αμηχανία και τη μεγάλη στενοχώρια μου και σε χαμηλότερους τόνους φωνής μου λέει:

— Ε, άντε, αφού ήρθες και σήμερα μείνε, μόνο τράβηξε το σκαμνί σου στην άκρη, για να μπορώ να περνώ. Αύριο όμως δεν θα έρθεις. Πρόσεξε καλά. Άκουσες τι σου είπα;

Με συγκρατημένη αισιοδοξία που θα παρέμενα κι αυτή τη φορά, παρακολούθησα ό,τι έλεγε κοιτάζοντάς την κατάματα, για να μην μου ξεφύγει τίποτα. Ας με μάλωσε. Εγώ την λάτρευα, την έβλεπα σαν επίγεια θεά. Αυτή, γιατί με έδιωχνε;

Εκείνη τη νύχτα δυο δυνατές φωνές πάλευαν μέσα μου, πασχίζοντας ποια θα βγει νικήτρια.

— Θα ξαναπάς; Δεν φοβάσαι τις φωνές και τις απειλές;

— Γιατί δείλιασες; Που πήγε η λατρεία σου για το σχολείο; Προχώρα!

Είναι αλήθεια πως, όταν σημαδεύει κανείς τον στόχο του, δεν πρέπει να αφήνει τα βέλη του να σκουριάσουν.

Ο δικός μου ο στόχος ήταν το σχολείο, που σαν μαγνήτης με τραβούσε κοντά του.

Με το ξημέρωμα, ξεδιάλυνε και η απόφαση μου.

Κρατώντας με το ένα χέρι την τσάντα και με το άλλο το σκαμνάκι, πήρα το δρόμο για εκεί, όπου τα βήματά μου με έσπρωχναν και με οδηγούσαν.