Μικρός Απόπλους
Επίπεδο: Β2 | Δεξιότητα: Κατανόηση Προφορικού Λόγου | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Πηγή: | http://www.mikrosapoplous.gr | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Επικοινωνιακή γλωσσική δραστηριότητα: | Κατανόηση Προφορικού Λόγου |
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Τι πρέπει να ξέρει και τι μπορεί να κάνει ο εξεταζόμενος: | να κατανοεί λογοτεχνικό κείμενο |
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Τύπος εξεταστικού ερωτήματος: | σημειώσεις | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|
Κείμενο
Μικρός Απόπλους
Πέρασε ένας μήνας, από την τελευταία τους συνάντηση και δεν ξαναβρέθηκαν με τον Έκτορα. Είχε πάει ταξίδι στην Ασία - και ούτε ήξερε πότε θα επέστρεφε. Ήταν σαν να 'χε χάσει τα ίχνη ενός πολύτιμου ανθρώπου, εξαιτίας άγνωστων μα καταδικαστικών λόγων. Στο μεταξύ η ζωή του δεν εξελισσόταν καθόλου καλά. Ένιωθε πως είχε αποξενωθεί αρκετά από ένα σύνολο «γνωστών αγνώστων» με τους οποίους είχε συναντηθεί και σχετιστεί πάνω σε μια βάση σύμπτωσης, από μια ενστικτώδη ανάγκη πίστης σε κάτι κοινό, αλλά ανερμήνευτο.
Ήταν βράδυ. Καθισμένος και σκεφτικός, δεν περίμενε κανέναν. Μερικές φορές αυτή η έλλειψη αναμονής μας μεταφέρει παντού και πουθενά κι όλες οι εντυπώσεις είναι κλειστές, σαν απαγορευμένοι καρποί για όλους τους άλλους. Κρύωνε. Από μια απρόσεχτη κίνηση το απόγευμα είχε αναποδογυρίσει έναν μικρό Ερμή, που είχε φτιάξει με πολλή φροντίδα, για να τον κάνει δώρο στον Έκτορα, όταν θα γύριζε από το ταξίδι του. Το αγαλματάκι έπεσε κι έσπασε. Λυπήθηκε γιατί, ως τότε, δεν είχε κάνει προσωπικό δώρο στον φίλο του και αυτό το αγαλματάκι ήταν ένας καλός αγγελιαφόρος.
Κι αν ο Έκτορας είχε επιστρέψει, μα δεν ήθελε να συνεχίσει τη φιλία τους και γι' αυτό δεν φαινόταν; Τρομοκρατήθηκε με τη σκέψη. Σηκώθηκε και προχώρησε προς την πόρτα, θα πήγαινε να δει ο ίδιος! Πραγματικά ανυπομονούσε να ξαναδεί τον φίλο του.
Προχώρησε με ταχύ βήμα ως την πολυκατοικία που ήξερε ότι έμενε. Ανέβηκε στον όροφο του διαμερίσματος και στάθηκε μπροστά στην κλειστή πόρτα. Δεν ακουγόταν το παραμικρό από μέσα. Το σπίτι έμοιαζε ακατοίκητο. Χτύπησε παρόλα αυτά την πόρτα. Χτύπησε ξανά, ξανά. Κατέβηκε χωρίς διάθεση από τις σκάλες. Στην έξοδο της πολυκατοικίας συνάντησε έναν ηλικιωμένο κύριο, τυλιγμένο σ' ένα γούνινο παλτό, που έμπαινε βιαστικά, και τον σταμάτησε. «Με συγχωρείτε, ένοικος της πολυκατοικίας;» ρώτησε με δυνατό χτυποκάρδι σαν από αγωνία ή κόπωση. «Ναι. Μα δεν νομίζω να νοικιάζεται τίποτα εδώ μέσα», απάντησε ο ηλικιωμένος κύριος μ' ένα χαμόγελο συγκατάβασης, προσέχοντας τα ρούχα που φορούσε ο Πέτρος - ήταν της δουλειάς και δεν ταίριαζαν με την αστραφτερή πολυτέλεια εκείνου του χώρου. «Δεν είναι γι' αυτό», πρόσθεσε βιαστικά, «ήθελα να σας ρωτήσω,… αν ξέρετε, … αν επέστρεψε ο ένοικος του διαμερίσματος 65. Είχε πάει ταξίδι πριν ένα μήνα και … είναι φίλος μου - δεν είχα νέα του εδώ και τόσο καιρό, σκέφτηκα μήπως μπορείτε να με πληροφορήσετε». «Γνωρίζεις τον Έκτορα;» ρώτησε με έκπληξη και διακριτική ειρωνεία στη φωνή ο ηλικιωμένος κύριος. «Είναι ο γιος μου. Γύρισε και πριν δύο μέρες μετακόμισε στο σπίτι μας. Εγώ έρχομαι τώρα να μαζέψω κάτι δικά του πράγματα που έμειναν πίσω. Χαίρομαι για τη γνωριμία» είπε και άπλωσε το χέρι για χειραψία. Ο Πέτρος του 'δωσε το χέρι και τρέμοντας ψέλλισε «Κι εγώ» και πριν προλάβει να πει κάποιος απ' τους δυο κάτι ακόμη, έφυγε σχεδόν τρέχοντας από εκεί. Στο δρόμο για το σπίτι του, ένιωσε ένα τσίμπημα στην καρδιά, σαν το δάγκωμα φιδιού.
Λοταρίδου Άντρη