Τηλεοπτική σειρά «Εκείνος κι εκείνος» (ΕΤ-2): Επεισόδιο 12ο «Συζήτηση περί παραλόγου Α»
Επίπεδο: Γ1 | Δεξιότητα: Κατανόηση Προφορικού Λόγου |
Πηγή: | ΕΡΤ «Αρχείο τηλεόρασης» |
Συγγραφέας: | Κώστας Μουρσελάς |
Ηθοποιοί: | Γιώργος Μιχαλακόπουλος (Σόλων) [ΣΩ], Βασίλης Διαμαντόπουλος (Λουκάς) [ΛΟ] |
Κείμενο
[ΛΟ]: Σόλων…εδώ μέσα, έτσι που είμαστε ντυμένοι… κινδυνεύουμε. Θα μας πάρουνε για ύποπτους.
[ΣΩ]: Μην ανησυχείς. Μην ανησυχείς μωρό μου. Θα μας εκλάβουνε ως πλουσίους εκκεντρικούς.
[ΛΟ]: Α.
[ΣΩ]: Και όταν είσαι εκκεντρικός, επιτρέπονται τα πάντα, Λουκά, τα πάντα. …Γιατί νομίζεις ότι ο άνθρωπος
[ΛΟ]: Ααα…
επιδιώκει τον πλούτο, Λουκά, ε; Γιατί;
[ΛΟ]: Γιατί;
[ΣΩ]: Για να μπορεί να γίνεται αυτό που δεν είναι, Λουκά. Χε, χε… κι όταν έχεις ένα εκατομμύριο στην τσέπη σου, μην το συζητάς, γίνεσαι… κύριος, Λουκά. Με είκοσι εκατομμύρια, λέω, με είκοσι εκατομμύρια γίνεσαι κύριος και ιδιοκτήτης. Από εκατό, αυτομάτως γίνεσαι πρίγκιψ. Από πεντακόσια και πάνω γίνεσαι… αυτοκράτωρ, Λουκά, και τότε σου επιτρέπονται τα πάντα, Λουκά, τα πάντα.
[ΛΟ]: Αα…
[ΣΩ]: Εεπ… τρώως, δέρνεις καιαι… τα πάντα, Λουκά. Και τότε… όλος ο κόσμος πέφτει στα πόδια σου, Λουκά.
[ΛΟ]: Ααα, χα, χα…
[ΛΟ]: Χε, χε, ωραίαια, ωραία. Δε μου λες; Πάνω από χίλια;
[ΣΩ]: Ζώον. …Γίνεσαι ζώον.
[ΛΟ]: Ζώον.
[ΣΩ]: Επανέρχεσαι από κει που ξεκίνησες και γίνεσαι ζώον, Λουκά.
[ΛΟ]: Αα, χε, χε, ζώον, χε… Λοιπόν, μου πάει το παπιγιόν…
[ΣΩ]: Αα, γλύκα είσαι και δένει με το χώρο.
[ΛΟ]: Ναι, δένει. …Αλλά το γκαρσόνι δεν έρχεται.
[ΣΩ]: Ε, κοίταξε, μην ανησυχείς. Θα έρθει. Αυτοί έχουνεε δικούς τους, ρυθμούς, προσωπικούς. Θα έρθει, μην ανησυχείς.
[ΛΟ]: Δε μου λες; Θα μου πεις… πώς τα βρήκες τα λεφτά, να ξέρω κι εγώ;
[ΣΩ]: Κοίταξε… το παν είναι να αρπάξεις την ευκαιρία, κατάλαβες, άμα τη συναντήσεις, άμα έχεις και όσφρηση,
[ΛΟ]: Αα… αα…
κατάλαβες; Την αρπάζεις απ’ το λαιμό, εννοώ την ευκαιρία, και… αυτομάτως μετατρέπεις τον ρουν της ιστορίας
[ΛΟ]: Αα… Ναι…
υπέρ εσού.
[ΛΟ]: Κι εσύ τη συνάντησες την ευκαιρία μεταξύ Αθηνάς και Σωκράτους.
[ΣΩ]: Μμ… μάλλον την οσφρίστηκα!
[ΛΟ]: Α! …
[ο Σόλων αρχίζει να οσφραίνεται στην πραγματικότητα]
[ΛΟ]: Και τώρα τι οσφρίζεσαι;
[ΣΩ]: Ψητό, μυρίζει ψητό, Λουκά.
[ΛΟ]: Ψητό;
[ΣΩ]: Ναι.
[ΛΟ]: Ψητό. Κι εγώ πεινάω και το γκαρσόνι δεν έρχεται.
[ΣΩ]: Ναι. Μην ανησυχείς. Σου είπα θα έρθει το γκαρσόνι.
[ΛΟ]: Τέλος πα. Για πες μου, επιτέλους, πώς έγινε;
[ΣΩ]: Πώς έγινε, Λουκά.
[ΛΟ]: Ναι.
[ΣΩ]: Κοίταξε να δεις. Εκεί που περπατούσαμε, δεν ξέρω, έτσι κάτι σαν αα θεία φώτιση, ήτανε Λουκάα, σαν
[ΛΟ]: Ναι… Αα… ααα…
όσφρηση, δεν ξέρω-
[ΛΟ]: Και τη συνάντησες.
[ΣΩ]: Ποια;
[ΛΟ]: Ε, τηην ευκαιρία.
[ΣΩ]: Όχι, τον παπά.
[ΛΟ]: Παπά; Ποιον παπά;
[ΣΩ]: Τον παπά τοο παιχνίδι…
[ΛΟ]: Αααα, χα!! Τον παπα, εδώ παπάς εκεί παπάς. Χα, χα, αυτό εννοείς! Χα, χα, χα…
[ΣΩ]: Χα, ακριβώς, χα, χα, χα, χα, χα, χα, χα, χα, χα, χα…
[ΛΟ]: Και… και τον έριξες, ε; Τον
παπατζή τον έριξες, χα, χα, χα, αα… ναι, χα, χα, χα, χα, χα, χα… Ναιαι…
[ΣΩ]: Χα, χα, χα, χα, χα, χα, αν τον έριξα μόνο, χα, χα, χααα, χα! Αφού να φανταστείς, αυτός τώρα της
ναι…
πιάτσας άνθρωπος, χε, χε, χα, χα, χα, χα, εκλιπαρούσε τον οίκτον μου, Λουκά, χε, χε…
[ΛΟ]: Χα, χα, χα, Σόλων… εάν έριξες παπατζή, είσαι μέγας! Σε παραδέχομαι! Χα, χα, χα.
[ΣΩ]: Μόνο αν έριξα, Λουκά, ουο χα! Τον κατατρόπωσα, τον συνέτριψα, ε;! Τον συνέτρ-ιψα! Άλλωστε, το
[ΛΟ]: Α, χα, χα… χα, χα, εε!
διαπίστωσες κι εσύ ιδίοις όμμασι, Λουκά, και είδες, ε; …Τα δώδεκα χιλιάρικα της Ελένης, τι πήρα!… Το είδες, το
[ΛΟ]: Εε, χε, χε, χε, χε, χε, χε, χε, χε… Αξιοποιήθηκαν
είδες, ε; Το είδες τι πήρα με τα δώδεκα χιλιάρικα, ε; Για να μη λες ο φίλος οοο Σολωνάκος ότιιι… δεν ενεργεί όπως
χα, χα, χα, χα…Αλλά… Ναιαι, χε, χε
πρέπει, ε; Μην το συζητάς!
[ΛΟ]: Χα, χα…
[ΛΟ]: Βρε Σόλων, έριξες παπατζή, δηλαδή ε; Χα, χα, χα, χα, χα… χα, χα…
[ΣΩ]: Ε, καλά τώρα! Όχι απλώς τον έριξα, μην το συζητάς… Είναι αποδεδειγμένον αυτό!
[ΛΟ]: Σόλων, λοιπόν, είσαι, είσαι μέγας! Είσαι πραγματικά μέγας…
[ΣΩ]: Καλά, κοίταξεε, είμαι σπουδαίος, Λουκά, αλλά…, όχι ότι θέλω να περιαυτολογήσω, αλλάα ορισμένες φορές…
[ΛΟ]: Ναιαι… ααα…
αισθάνομαι ότι έχω… τεράστια αποθέματα δυνάμεων, Λουκά! Μην το συζητάς…
[ΛΟ]: Βγάλ’ τες αυτές τις δυνάμεις, βγάλ’ τες έξω! Εκμεταλλεύσου, αξιοποίησέ τες, εκ-εκμεταλλεύσου τες!
[ΣΩ]: Έχεις δίκιο, ας τις εκμεταλλευτώ. Δε- μην το συζητάς…Πρέπει. Κοίταξεε, δεν ξέρω, ίσως, ίσως, νομίζω τώρα,
ίσως επειδή ανήκω στους ιχθύς, ίσως επειδή με λένεεε… Σόλων, κατά-, ίσως όλα αυτά. Εν πάση περιπτώσει.
[ΛΟ]: Ναιαι…
Μόλις τα πήρα και ταα άρπαξα τα χρήματα, κατάλαβες, έτρεξα αμέσως να αγοράσω ένα παπάκι. Το είδες, ε, το παπάκι; Ε, γιατί κι εσύ είχες βαρεθεί τον ποδαρόδρομο, όπως μου είπες.
[ΛΟ]: Βαρεθεί; Σιχαθεί, όχι βαρεθεί!
[ΣΩ]: Ε…, ε, καλά, κοίταξε, Λουκά, για αυτοκίνητο… δε μας έφτανε, βέβαια, γιατί πρέπει να πληρώσουμε και κάποια χρέη της Ελένης, νομίζω ε;
[ΛΟ]: Ε, Σόλων,
[ΣΩ]: Ναι.
[ΛΟ]: Παρόλο που έγινες πλούσιος,… παραμένεις άνθρωπος. Μπράβο, μπράβο!
[ΣΩ]: Εεε, καλά. Γιατί δεν ξέρεις. Τώρα… μπορεί να έρθουν και καλύτερες μέρες… χε, χε
[ΛΟ]: Χε, χε, χε, ο τροχός που έλεγες, θυμάσαι; Χα, χα!… Χε, χε, χε…
[ΣΩ]: Βρε, πού τον θυμήθηκες τον τροχό;
[ΛΟ]: Εε, ε, Σόλων,
[ΣΩ]: Ναι.
[ΛΟ]: Εε, ε, μου επιτρέπεις; Ε…
[ΣΩ]: Σας ακούω. Μιλήστε.
[ΛΟ]: Κοίταξε. Τώρα… το ότι… έριξες παπατζή είναι λίγο περίεργο. Μη θυμώνεις, ε; Λέω, λέω…
[ΣΩ]: Όχι, γιατί να θυμώσω. Ποσώς Λουκά. Αφού.. άλλαξαν τα χρήματα χέρια, γιατίι ναα θυμώνω; Ορίστε! [ο Σόλων βγάζει από την τσέπη του τα χιλιάρικα και τα αφήνει πάνω στο τραπέζι]
[ΛΟ]: Λέω, χε, δηλαδή-
[ΣΩ]: Ιδού η απόδειξις, Λουκά! Ιδού! Ιδού! Ορίστε!
[ΛΟ]: Ναι.
[ΛΟ]: Εε, δηλαδή, αυτός έλεγε «εδώ παπάς εκεί παπάς» κι εσύ τον έβρισκες με την πρώτη.
[ΣΩ]: Με την πρώτη…ε, οόχι ακριβώς, ακριβώς. Να σου πω ακριβώς πώς έγινε το… το θέμα, πώς ήταν το σχέδιο.
[ΛΟ]: Α! Ει – ει – είμαι, είμαι περίεργος ν’ ακούσω.
[ΣΩ]: Ναι. Τον άφηνα στην αρχή, ας πούμε, να κερδίζει, να του δώσω λίγο αέρα, κατάλαβες; Μόλις έφτασα στο τελευταίο χιλιάρικο, είπα «τέρμα! Μέχρι εδώ!» Επίσης, τότε… αρχίζει μιαα… στρατηγική, ξέρεις, σολώνεια στρατηγική, καιαι… και μετατρέπω τον ρουν της ιστορίας υπέρ εμού. Καλά! Δεν ήσουνα μπροστά να δεις το θέαμα, Λουκά! Καλά, το τι γινόταν να βλέπεις όλους αυτούς τους, τους επαγγελματίες μόνο. Από, από πάνω μου! Χε! Και μ’ έναα ρυθμό τερατώδη, ιλιγγιώδη. Εγώ να κινούμαι, ε; Και να λέει «παπάς εκεί, εδώ παπάς» «Εκεί ο
[ΛΟ]: Α, χα, χα,
παπάς! Άφηστε κάτω!» α, χα, χα, χα…! Και ν’ απλώνει αυτός την μπουγάδα, μπροστά, χα, χα, και να λέει «εδώ ο
αα, χα, χα, χα, χα, χα Μπράβο σου! Α, χα, χα… χα, χα, χα, χα
παπάς εκεί ο παπάς», «Εδώ ο παπάς!» Ύστερα, έρχονταν χιλιάρικα μόνο ‘κείνου. Κα- και ρα- ήτανε κάτι το
[ΛΟ]: Αααα!! Μπραααα- χα, χα, χα, χα…
τερατώδες… και τα παίρνω και γίνεται ένας… ενθουσιασμός από τον κόσμο!… Καλά, είναι σαν όνειρο, Λουκά, είναι
Α, χα, χα, χα…
σαν όνειρο όλα αυτά!