Ο κάβουρας και το φίδι
Επίπεδο: Α2 | Δεξιότητα: Κατανόηση Προφορικού Λόγου |
Πηγή: | Παραμύθι |
Συγγραφέας: | Νίκος Πιλάβιος |
Ηθοποιοί: | Νίκος Πιλάβιος |
Κείμενο
Μια φορα κι έναν καιρό ένα φίδι κατέβηκε στην ακρογιαλιά να πιει λίγο νερό, μα και να δει πώς ζει ο κόσμος εκεί κάτω. Σ’ ένα μέρος αντάμωσε έναν κάβουρα, τον χαιρέτησε και κουβέντιασε λιγο μαζί του. Είδε τότε το φίδι πως ο κάβουρας ήταν απονήρευτος αλλά και ωραίος μεζές. Kι έβαλε στο νου του να τον φάει.
Καθώς λοιπόν κουβεντιάζανε, βάζει όση πιότερη γλύκα μπορούσε στη φωνή του και του λέει:
- Λίγο κάτσαμε, φίλε κάβουρα, μα πολλά κατάλαβα και σε εκτίμησα τόσο που δεν γίνεται άλλο. Τι λες; Γινόμαστε κουμπάροι;
- Δεν έχω αντίρρηση, φίλε μου! Δεν βλέπω όμως γιατί να γίνουμε κουμπάροι! Κι έτσι καλά δεν είμαστε τώρα που γνωριστήκαμε;
- Όχι, όχι! Δεν είμαστε καλά. Άμα κουμπαριάσουμε, θα κατεβαίνω πιο συχνά εδώ να με φιλεύεις θαλασσινά, που μ’ αρέσουνε πάρα πολύ. Κι εσύ πάλι, όταν σ’ ανοιγει η όρεξη θα ’ρχεσαι χωρίς να ντρέπεσαι στη φωλιά μου και θα σε φιλεύω τρυφερά χόρτα, να κάνεις όμορφες σαλάτες.
Ο κάβουρας σκέφτηκε λίγο κι είπε:
- Αν είναι έτσι, κουμπαριάζουμε απ’ αυτή τη στιγμή.
Κι αμέσως κάβουρας και φίδι δώσανε τα χέρια, αγκαλιαστήκανε και φιλήθηκαν σταυρωτά.
- Κάτσε τώρα κουμπάρε να βάλω τραπέζι να φάμε, για να γιορτάσουμε την κουμπαριά μας, είπε ο κάβουρας κι έφερε γαρίδες, σαλιγκάρια και άλλα θαλασσινά.
Το φίδι έφαγε, έφαγε, χόρτασε κι ήρθε στο κέφι. Άρχισε ν’ αγκαλιάζει κάθε λίγο τον κάβουρα, να φωνάζει:
- Γεια σου κουμπάρε μου, να μου ζήσεις χίλια χρόνια!
και να τον σφίγγει λίγο λίγο. Ο κάβουρας ένιωσε ντροπή απο τα συχνοαγκαλιάσματα του φιδιού και λέει:
- Μη μ’ αγκαλιάζεις και μη με σφίγγεις, κουμπάρε! Είναι ντροπή!
- Μα σ’ αγαπώ, κουμπάρε μου!
Κι άλλο αγκάλιασμα, κι άλλο σφίξιμο πιο δυνατό τώρα.
- Σου είπα, κουμπάρε, μη με σφίγγεις! Πάω να σκάσω.
- Μα σ’ αγαπώ πολύ, κουμπαράκο μου!
- Κι εγώ σ’ αγαπώ, μα δεν σ’ αγκαλιάζω, δεν σε σφίγγω. Εμείς τα καβούρια δεν το συνηθίζουμε αυτό.
- Λαθός, κουμπάρε! Εμείς τα φίδια το πολυσυνηθίζουμε.
Κι άλλο αγκάλιασμα, κι άλλο σφίξιμο ακόμη πιο δυνατό τώρα. Ο κάβουρας απελπίστηκε. Την ίδια στιγμή μια σπίθα φώτισε το μυαλουδάκι του και κατάλαβε πού το πήγαινε το φίδι.
- Α, εκεί το πας κουμπάρε!Στάσου να δεις! μουρμούρισε μέσα απ’ τα δόντια του. Γυρίζει τις δαγγάνες του, δίνει δυο δυνατές στο λαιμό του φιδιού και το παράλυσε.
Το φίδι χαλάρωσε το σφίξιμο, άπλωσε, άπλωσε, έγινε ίσιο σαν σκοινί και ψόφησε. Τότε ο κάβουρας είπε:
- Ετσι το συνηθίζουμε εμείς τα καβούρια, κουμπάρε! Να βάζουμε τους φίλους μας σαν εσένα να κάθονται ίσια κι όχι να μας τυλίγουν και να μας σφίγγουν, για να μας πνίξουν.