Γάτα, λιοντάρι κι άνθρωπος
Επίπεδο: Α2 | Δεξιότητα: Κατανόηση Προφορικού Λόγου |
Πηγή: | Παραμύθι |
Συγγραφέας: | Νίκος Πιλάβιος |
Ηθοποιοί: | Νίκος Πιλάβιος |
Κείμενο
Μια φορά ήτανε μια γάτα που έκανε μια ζημιά στ’ αφεντικό της και τη χτύπησε. Θύμωσε η γάτα κι αποφάσισε να φύγει απ’ το σπίτι. Ξεκίνησε νύχτα, κι όταν ξημέρωσε, είχε φτάσει στη μέση στο γειτονικό δάσος. Ξαφνικά, βρίσκεται μπροστά σ’ ένα λιοντάρι. Φοβήθηκε και ζάρωσε κάτω απ’ ένα θάμνο να δει τι θα γίνει.
Το λιοντάρι την είδε τη γάτα, πάει κοντά της, την παρατηρεί προσεχτικά, τη μυριζει και της λέει:
- Μμμμμ, κι εσύ απ’ τη δική μας γενικά μοιάζεις να είσαι! Μα τι να σου πω, μωρέ παιδί μου, είσαι πολύ μικρό!
- Μιάαααου, δεν έχεις άδικο, βασιλιά μου! Όμως, και του λόγου σου, αν ζούσες κοντά στον άνθρωπο, ίσως να μην ήσουνα τόσο μεγάλος. Μιαααου….
- Και τι είναι ο άνθρωπος; Είναι τόσο μεγάλος και τόσο άγριος για να τον φοβάσαι τόσο πολύ; Γιατί, όπως φαίνεται, τον φοβάσαι στ’ αλήθεια τον άνθρωπο.
- Μιαααου, ναι, βασιλιά μου, σωστά το πες. Τον φοβάμαι.
- Τι λες; Με πηγαίνεις κοντά του να τον δω;
- Σε πηγαίνω. Πάμε να σου τον δείξω. Μιαααοοοου….
Μπροστά η γάτα, πίσω το λιοντάρι, ξεκινήσανε για το χωριό. Δε χρειάστηκε, όμως, να πάνε ως εκεί. Στην άκρη στο δάσος βλέπουνε έναν άνθρωπο που έκοβε ξύλα.
- Αυτός, λεέι η γάτα σιγανά στο λιοντάρι, είναι ο άνθρωπος.
- Χαρά στο πράμα! λέει το λιοντάρι. Πάμε κοντά!
Και πήγανε κοντά. Το λιοντάρι λέει καλημέρα στον άνθρωπο και τον ρωτάει:
- Εσύ είσαι ο άνθρωπος;
- Ναι, εγώ είμαι.
- Έμαθα πως είσαι πολύ δυνατός και ήρθα να παλέψουμε.
- Ε, δεν θα το θελα αυτό, μιας όμως και μου το ζητάς εσύ, δεν έχω αντίρρηση. Να παλέψουμε. Πρώτα όμως θα σε παρακαλέσω να με βοηθήσεις ν’ αποτελειώσω το σκίσιμο αυτού του ξύλου που έχω μπροστά μου.
- Να σε βοηθήσω με πολλή μου ευχαρίστηση.
- Βάλε τότε τα μπροστινά σου πόδια ανάμεσα στη σχισμάδα του ξύλου και σε λίγο τελειώνω.
Το λιοντάρι έβαλε τα πόδια του στη σκισμάδα. Απολάει ο άνθρωπος το ξύλο, όπως το βαστούσε από τη μια και την άλλη πλευρά, σφίγγει το ξύλο και πιάνει τα πόδια του λιονταριού.
Το λιοντάρι πόνεσε, έβαλε τις φωνές και πάσχιζε να ελευθερώσει τα πόδια του αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ο άνθρωπος αρπάζει από χάμου ένα ξύλο σαν παλούκι και αρχίζει τις απανωτές στο λιοντάρι. Πού σε πονεί και πού σε σφάζει! Το ’καμε τόπι. Ύστερα παίρνει μια σφήνα, τη χώνει στη σχισμάδα του ξύλου και ελευθερώνει τα πόδια του λιονταριού. Εκείνο αποκαμωμένο από το ξύλο και από τον πόνο, σωριάστηκε χάμω σαν ψόφιο.
Ο άνθρωπος στο μεταξύ, φορτώθηκε τα κομμένα ξύλα στη ράχη του, παίρνει το τσεκούρι του και πάει. Η γάτα πλησιάζει το λιοντάρι, το κουνάει από δω, το κουνάει από κει, το συνεφέρνει και το ρωτάει:
- Μιάουουου, δεν μου λες, βασιλιά μου, πώς σου φάνηκε ο άνθρωπος;
- Τι να σου πω, παιδί μου! Πολύ άγριος και πολύ πονηρός. Σκέφτομαι πως, αν ήμουνα εγώ στη θέση σου, μπορεί να ήμουνα και πιο μικρός από σένα.