Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΙΓΕΝΗ
Επίπεδο: Γ2 | Δεξιότητα: Κατανόηση Προφορικού Λόγου |
Κείμενο
- Μεγάλε Ακρίτα, πολυφημισμένε Ακρίτα, δρόμο πολύ αν πήρα να σε ιδώ στην όψη, λέω πως αυτός ο κόπος μου δεν πήε χαμένος. Γιατί φοβόμουν μήπως απ’ την κλίνη να σηκωθείς στον ερχομό μας δεν εμπορείς άλλο. Μα τώρα να σε βλέπω ορθός να με προσμένεις και ελπίζω τούτη η προθυμιά να μη σε βλάψει. Κι ήρθε ο καιρός οι κόποι σου ν’ αντιμευτούνε καθώς αξίζει κι όπως το μηνύσαμε. Κι ακόμα πρέπει να σε κοιτάξουν οι γιατροί μου και σ’ αγιάνεις με τον τίτλο που σου φέρνω του αρχιστράτηγου, να στέρξεις στη βασιλεύουσα να ‘ρθείς να ξαποστάσεις και να χαρείς και λίγο τη ζωή μαζί μας.
- Με ειρήνη διάβα βασιλιά κι εσείς αρχόντοι με ειρήνη ελάτε και σχωράτε με αν η ‘γεια μου δεν μ’ άφηκε να ‘ρθώ να σας δεχτώ πιο κάτω, μα αν θέτε πάρτε θέση στο τραπέζι ετούτο που από πολύ να βγει σας καρτερεί στρωμένο του Πάσχα το γλυκό ψωμί να μεραστούμε.
- Πολύ χαιρόμαστε σε τούτον τον αγέρα. Μοσκοβολάν πολλά λουλούδια κι απ’ τα δέντρα κελαηδισμοί πολλοί γιομίζουνε τ’ αυτιά μας. Διπλή και τρίδιπλη η άνοιξη σα να ‘ναι αλήθεια σ’ αυτόν τον τόπο κι η όρεξη διπλή κι αυτή είναι. Μα μια είναι η αλήθεια, πως του Διγενή είναι τα πένια κι αυτός σε τούτη τη γωνιάν έχει μοχτήσει και την ετοίμασε άξιο κι ακριβό στολίδι που το θωρώ το πιο λαμπρό πετράδι κιόλας στο στέμαν που μου χάρισε ο Κύριος. Στην υγειά του Ακρίτα.
- Στην υγειά του. Στην υγειά του. Στην υγειά του.
- Και συνταιριάζει η φήμη που ξαπλώθει σ’ όλον Ακρίτα το Βυζάντιο πως στον τόπο τούτο που τον ελούζει ο Τίγρης, ο Γαιών κι ο Αφράτης νειρεύτεις τον παλιό παράδεισο να ξαναπλάσεις.
- Ποιός είπε τον παλιό; Ο παλιός έχει περάσει. Απ’ τον παλιό παράδεισο έναν σπόρο μόνο έχω κρατήσει βασιλιά και τίποτα άλλο.
- Μ’ αλήθεια; Τ’ ονειρεύτηκες ετούτο Ακρίτα;
- Δεν τ’ ονειρεύτηκα, το χρώστα στα παιδιά μου, το χρώστα στους λαούς στον κόσμον όλο.
- Είπες παιδιά; Έχεις παιδιά λοιπόν Ακρίτα;
- Απ’ την γυναίκα μου παιδιά δεν έχω αλήθεια, όχι πως έφαγα το τεκνόχορτο άρχοντές μου, μα όλη ετούτοι που θωρείτε είναι παιδιά μου. Παιδιά από τη γνώμη μου, τι αν είχα το δικό μου σ’ ένα κορμί μπορεί να στένευε η καρδία μου, μα τώρα απλώνεται μ’ αυτούς στον κόσμον όλο κι όπου είναι αυτοί εκεί κι ο κόσμος ο δικός μου.
Μα κι η κυρά σου; Δε θα δούμε την κυρά σου να μας στολίζει το τραπέζι τούτο Ακρίτα;
- Α, σ’ αυτές τις άκρες τα συνήθεια μας είναι άλλα, άλλα δουλεύουμεν εμείς και άλλα οι γυναίκες. Κι είναι η δίκια σε ψιλό σκυμμένη υφάδι που της παράγγειλα με βια να το τελειώσει.
- Μα που είναι αλήθεια ο Ιλαρίων; Θαρρώ μαζί του που όλα θα τα ‘χεις και όλα Ακρίτα κανονίσει…
- Στο παρεκκλήσι μέσα τώρα αποτραβήχτηκε, με τη δέηση συμμαζεύει την ψυχή του. Μα έτσι είναι, ως είπες, όλα τα ‘χω κανονίσει.
- Ώστε λοιπόν κανονιστήκαν. Γεια σου Ακρίτα. Ομπρός, τσουγκρίστε όλοι μαζί μου τα ποτήρια. Στην υγεία σου Ακρίτα. Μα έχεις το ποτήρι σου άδειο.
- Θα πιώ κι εγώ με τη σειρά μου. Τι η αρρώστια με κάνει ακόμα να φυλάγομαι κι ακόμα νηστεύω γιατί λέω που είναι σωστό να μεταλάβω.
- Αληθινά, είναι της ανάστασης τραπέζι. Μα δεν ακούτε το λοιπόν; Θα μεταλάβει, θα μεταλάβει ο Διγενής. Ομπρός στα πόδια σας σκωθείτε και το ποτήρι σας τσουγκρίστε με μένα. Στην υγειά του Ακρίτα.
- Στην υγειά σου. Και στην υγειά του. Στην υγεία του. Στην υγεία του.
- Ε, Διγενή και πότε λες να μεταλάβεις;
- Σας περίμενα πρωτύτερα να ‘ρθείτε κι έτσι όπως άρμοζε να κλείσω συμφωνία με τον Θεό μα και με ‘σας. Τρεις χρόνοι πάνε ακαρτερούσα κάποιον άλλο στο τραπέζι το ίδιο τούτο και τον είχα εγώ καλέσει.
- Για ποιόν ελές;
- Ασ’ τα να παν’ στα ξεχασμένα. Για τον Μιχαήλ μιλώ τον άσωτο που τα όπλα με μιας επέταξε και μπήκε μες στα πλήθη να κουβεντιάζουνε μαζί την ίδια γλώσσα του όχλου και με τον όχλο να χορεύει και να πίνει.
- Γι’ αυτό το μέθυσο μιλάς; Μα πώς το σκέφτεις τέτοια στιγμή;
- Σε λίγο θε να μπω με τη σειριά σας κι αναλογίστηκα που αυτός με προσκαλούσε κι έλεε του μάταιους φραγμούς που τη μια τάξη σκληρά χωρίζουν απ’ την άλλη να σκεφτούμε πως θα γκρεμίσουμε και μπάτε σκύλοι αλέστε. Κι όμως ο λαός ωσάν τρελός τον αγαπούσε και θα το ξέρεις ο ίδιος ίσως βασιλιά μου, ε, εσείς παιδιά θυμάστε τάχα το τραγούδι που κάποτε έλεγε γι’ αυτόν ο κόσμος όλος; Αξίζει αλήθεια να το πούνε βασιλιά μου για να γελάσουμε, κι ώσπου το να τελειώσει, ας πάει ο Μηνάς στο παρεκκλήσι να φωνάξει τον Ιλαρίωνα, να ‘ρθει εδώ όπως πριν, κρατώντας το δισκοπότηρο. Ομπρός παιδιά.