μερωνυμία [meronymy]
μερωνυμία [meronymy]
Ο όρος αναφέρεται στη σημασιολογική σχέση ανάμεσα σε λεξήματα που το ένα είναι τμήμα ή μέρος ενός άλλου. Π.χ. τα μάτια είναι τμήμα του προσώπου, η ρόδα είναι μέρος του αυτοκινήτου κλπ. Η μερωνυμία είναι το αντίθετο της ολωνυμίας και διακρίνεται από την υπωνυμία με βάση το είδος της σχέσης που συνάπτουν δύο -ή περισσότερα- λεξήματα: στη μερωνυμία η σχέση είναι «Α είναι μέρος/τμήμα του Β», ενώ στην υπωνυμία η σχέση είναι «Α είναι είδος του Β».
Η μερωνυμική σχέση είναι μεταβατική σχέση (όπως και υπωνυμική), αφού εάν Α είναι μερώνυμο του Β, και Β είναι μερώνυμο του Γ, τότε Α είναι μερώνυμο του Γ (: εάν ο αντίχειρας είναι μέρος του χεριού και το χέρι είναι μέρος του βραχίονα, τότε ο αντίχειρας είναι μέρος του βραχίονα). Ο όρος συν-μερώνυμα [co-meronyms] χαρακτηρίζει λεξήματα που βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο (ή κυβερνώνται από τον ίδιο κόμβο) στην ιεραρχία που σχηματίζει η μερωνυμική σχέση: π.χ. τα μάτια και τα χείλη είναι συν-μερώνυμα στον βαθμό που είναι στο ίδιο επίπεδο μερώνυμα του προσώπου.
Στη βιβλιογραφία έχει συζητηθεί τόσο η διάκριση τμήματος-μέρους όσο και η σχέση τμήματος/μέρους-όλου καθεαυτή. Ο Cruse (1986), π.χ., αναφέρει ως διαφοροποιητικά στοιχεία ανάμεσα στο τμήμα (piece) και το μέρος (part) τα εξής: α) το μέρος εμφανίζει αυτονομία (π.χ. η μηχανή ενός αυτοκινήτου), ενώ το τμήμα αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του συνόλου (π.χ. η παλάμη είναι αναπόσπαστο κομμάτι του χεριού)· β) τα όρια ανάμεσα στα τμήματα δεν είναι αυθαίρετα (π.χ. το μέγεθος ενός χερουλιού μιας κούπας δεν μπορεί να είναι τέτοιο που να ξεπερνά το μέγεθός της)· και γ) τα τμήματα έχουν μια καθορισμένη λειτουργία (πρβ. το χερούλι της κούπας σε σχέση με ένα (σπασμένο) κομμάτι της).
Καθώς διαφέρουν, όπως φαίνεται, οι τρόποι με τους οποίους κάτι μπορεί να οριστεί ως μέρος ή τμήμα ενός όλου, έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις γι' αυτή καθεαυτή τη σχέση που, αν και δεν έχουν καταλήξει σε ομοφωνία, συγκλίνουν στο ότι πρόκειται για σύνολο σχέσεων και όχι για μία σχέση. Π.χ. οι Winston et al. (1987), προτείνοντας μια ταξονομία αυτού του συνόλου σχέσεων, θεωρούν ότι περιλαμβάνει έξι είδη μερωνυμίας: α) συστατικό/ το αντικείμενο ως σύνολο [component/integral object] (π.χ. χερούλι/ κούπα)· β) μέλος/ σύνολο [member/collection] (βουλευτής/ Κοινοβούλιο)· γ) μερίδιο / (αδιαχώριστη) μάζα [portion/mass] (κόκκος αλατιού/ αλάτι)· δ) υλικό/ αντικείμενο [stuff/object] (ατσάλι/ ποδήλατο)· ε) χαρακτηριστικό/ δραστηριότητα [feature/activity] (κολυμπήθρα/ βάπτιση)· και στ) μέρος (τοπικό)/περιοχή [place/area] (όαση/ έρημος). Επιπλέον. προτείνουν τρία στοιχεία σχέσεων με βάση τα οποία χαρακτηρίζονται περαιτέρω τα μερώνυμα: α) λειτουργικότητα ενός στοιχείου σε σχέση με το όλο· β) η ισότιμη ή όχι συμμετοχή στη σύσταση του όλου και γ) διαχωρισιμότητά του σε σχέση με το όλο (πρβ. τη διάκριση μέρους-τμήματος του Cruse): π.χ. το χερούλι μιας κούπας είναι (+) λειτουργικό, (+) διαχωρίσιμο και (-) ισότιμα συμμετέχον στη συγκρότηση του όλου.
Οι διακρίσεις αυτές όμως θέτουν παράλληλα και ζητήματα προτυπικότητας , στον βαθμό που κάποιες σχέσεις τμήματος/μέρους-όλου τείνουν να είναι πιο εξέχουσες, πιο κεντρικές, για τους ομιλητές. Τα κριτήρια με τα οποία καθορίζεται το κεντρικό μέλος αφορούν το κατά πόσο το μέρος είναι αναπόσπαστο κομμάτι του όλου (πρβ. τα δάχτυλα σε σχέση με το χέρι) ή τον βαθμό ενσωμάτωσής του σε αυτό (χερούλι της κούπας), καθώς και το εμφανές ή όχι της λειτουργικότητάς του (πρβ. καπάκι κατσαρόλας/κατσαρόλα με το άκρη της γλώσσας/γλώσσα).
Οι πιο συνήθεις γλωσσικές δομές με τις οποίες εκφράζεται η σχέση της μερωνυμίας είναι τα κτητικά (: το δάχτυλο του χεριού) ή το ρήμα έχω (: το χέρι έχει δάχτυλα) (Lyons 1977)· επίσης, με ρήματα και ουσιαστικά που δηλώνουν σύνθεση (ενώνω, συνθέτω), αποσύνθεση (διαχωρίζω, αποσυνδέω) ή διαφόρους τύπους μερών/τμημάτων (συστατικό, στοιχείο) (βλ. Jackiewicz 1996 για τα γαλλικά).
Πηγές
- Cruse, D. A. 1986. Lexical Semantics. Cambridge: Cambridge University Press.
- Jackiewicz, Α. 1996. L'expression lexicale de la relation d'ingrédience (partie-tout). Faits de langues 7 (Απρίλιος): 53-62. Παρίσι: Ophrys.
- Lyons, J. 1977. Semantics. Cambridge: Cambridge University Press.
- Winston, M. E., R. Chaffin & D. Hermann. 1987. A taxonomy of part-whole relations. Cognitive Science11: 417-444.