ολωνυμία [holonymy]

ολωνυμία [holonymy]

Ο όρος αναφέρεται στη σημασιολογική σχέση ανάμεσα σε λεξήματα εκ των οποίων το ένα δηλώνει όλο και τα άλλα μέρος/τμήμα του. Με άλλα λόγια, ΄Α είναι ολώνυμο του Β, εάν Β είναι τμήμα/μέρος του Α΄: π.χ. το σώμα είναι το ολώνυμο του χεριού και του ποδιού, στον βαθμό που το χέρι και το πόδι αποτελούν τμήματά του· ή το δάσος είναι ολώνυμο του πεύκο και βελανιδιά, καθώς αυτά μπορεί να αποτελούν μέρη του (για τη διάκριση μέρους/τμήματος βλ. μερωνυμία). Η ολωνυμική σχέση είναι αντίθετη της μερωνυμικής, αν και η μερωνυμία δεν είναι πάντοτε αντιστρέψιμη σε ολωνυμία: π.χ. αν το δάσος είναι ολώνυμο του πεύκο και βελανιδιά γιατί το δάσος αποτελείται από αυτά τα δέντρα, δεν σημαίνει ότι πάντοτε το πεύκο ή η βελανιδιά αποτελούν μέρος ενός δάσους. Η ολωνυμία όπως και μερωνυμία αποτελούν βασικές ταξονομίες με βάση τις οποίες επιτυγχάνεται η ιεραρχική κατηγοριοποίηση του λεξιλογίου των γλωσσών.

Μαρία Θεοδωροπούλου

Πηγές

  • Cruse, D. A. 1986. Lexical Semantics. Cambridge: Cambridge University Press.

 

Πεδίο

σημασιολογία