Λεξικό γλωσσολογικών όρων
Αναζήτηση για: "φωνολογική"
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φωνολογική αντίθεση [phonological opposition]
-
Βλ. φώνημα
- φωνολογική επίγνωση [phonological/phonemic awareness]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
- φωνολογική λέξη [phonological word]
- Μονάδα ανάλυσης της φωνολογικής δομής μιας γλώσσας, μεγαλύτερη από τους μεμονωμένους φθόγγους και τις συλλαβές (πολλοί φωνολόγοι παρεμβάλλουν και τον πόδα μεταξύ συλλαβής και φωνολογικής λέξης). Η φωνολογική λέξη (που αποτελείται από συλλαβές) δεν συμπίπτει πάντοτε με τη μορφολογική (γραμματική) λέξη (που αποτελείται από μορφήματα), ούτε οι δομές που αφορούν τις λέξεις σε φωνολογικό επίπεδο συμπίπτουν αναγκαστικά με συντακτικές δομές...