Λεξικό γλωσσολογικών όρων
Αναζήτηση για: "φωνητική"
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[φωνητική]
- φωνητική [phonetics]
- φωνητικά όργανα του ανθρώπου και, κατάλληλα οργανωμένοι, χρησιμεύουν για τη μετάδοση ενός προφορικού γλωσσικού μηνύματος. Οι φθόγγοι είναι μονάδες της ομιλίας. Αποτελούν φυσικές οντότητες που γίνονται αντιληπτές με τις αισθήσεις και μπορούμε να τις παρατηρήσουμε και να τις περιγράψουμε. Εκδηλώνονται αλληλοδιάδοχα στην αλυσίδα του λόγου και αλληλοεπηρεάζονται με τρόπο που καθιστά μη διακριτά τα μεταξύ τους όρια. Αυτό που ακούμε κατά...
- φωνητική αλλαγή [phonetic change]
-
Χωρίς περιεχόμενο...