Λεξικό γλωσσολογικών όρων
Αναζήτηση για: "τελικό"
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τελικό [telic]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
- τελικοί ομιλητές [terminal speakers]
- Οι ομιλητές (συνήθως νέοι σε ηλικία) μιας γλωσσικής ποικιλίας (π.χ γεωγραφική ποικιλία / διάλεκτος), οι οποίοι θεωρούνται ως οι τελευταίοι φυσικοί ομιλητές της και οι οποίοι δεν είναι πιθανό να τη μεταδώσουν στις επόμενες γενιές. Το φαινόμενο των τελικών ομιλητών έχει μελετηθεί εκτεταμένα στα αρβανίτικα. Η γλωσσική ικανότητα των ομιλητών αυτών στη θνήσκουσα γλώσσα χαρακτηρίζεται από σημαντικές γραμματικοσυντακτικές, φωνολογικές και...