Λεξικό γλωσσολογικών όρων
Αναζήτηση για: "σημασία,"
12 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σημασία, αναφορική [referential meaning]
-
Βλ. αναφορά
- σημασία, γραμματική [grammatical meaning]
-
Βλ. σημασία
- σημασία, διαπροσωπική [interpersonal meaning]
-
Βλ. χρήση
- σημασία, εκφραστική ή συναισθηματική [expressive or affective meaning]
-
Βλ. σημασία
- σημασία, εκφωνηματική [utterance meaning]
-
Βλ. σημασία
- σημασία, κειμενική [textual meaning]
-
Βλ. χρήση
- σημασία, κοινωνική [social meaning]
-
Βλ. σημασία
- σημασία, λεξική [lexical meaning]
-
Βλ. σημασία
- σημασία, μεταφορική [metaphorical meaning]
-
Βλ. σημασία
- σημασία, περιγραφική ή γνωστική [descriptive or cognitive meaning]
-
Βλ. σημασία