Λεξικό γλωσσολογικών όρων
Αναζήτηση για: "ρήμα"
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[σύνταξη]
- ρήμα, αμετάβατο [intransitive verb]
-
Βλ. μεταβατικότητα
[σύνταξη]
- ρήμα, διμετάβατο [bitransitive verb]
-
Βλ. μεταβατικότητα
[σύνταξη]
- ρήμα, μεταβατικό [transitive verb]
- Bλ. μεταβατικότητα...
[σύνταξη]
- ρηματική φράση [verb phrase]
-
Βλ. φράση