Λεξικό γλωσσολογικών όρων
Αναζήτηση για: "προσλεκτική"
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προσλεκτική ισχύς / δύναμη [illocutionary force]
-
Βλ. γλωσσική πράξη
- προσλεκτική πράξη [illocutionary act]
- Bλ. γλωσσική πράξη...
- προσλεκτική υιοθέτηση [illocutionary uptake]
-
Βλ. γλωσσική πράξη