Λεξικό γλωσσολογικών όρων
Αναζήτηση για: "παραγωγή"
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παραγωγή [derivation]
- Η διαδικασία με την οποία δημιουργούνται καινούριες λέξεις με τον συνδυασμό λεξικών και παραγωγικών μορφημάτων και συνήθως των κλιτικών μορφημάτων. Τα παραγωγικά μορφήματα μπορεί να προηγούνται του λεξικού μορφήματος (προθήματα) ή να έπονται (επιθήματα). Η σημασία της παράγωγης λέξης μπορεί να προκύπτει από τη σημασία των λεξικών και των παραγωγικών μορφημάτων· το παραγωγικό μόρφημα δεν μπορεί να σταθεί από...
- παραγωγή ομιλίας [speech production]
-
Χωρίς περιεχόμενο...