Λεξικό γλωσσολογικών όρων
Αναζήτηση για: "μόρφημα"
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μόρφημα [morpheme]
- Ο όρος μορφολογία και γενικότερα στη γλωσσολογική θεωρία αναφέρεται στο ελάχιστο συστατικό της λέξης που διαθέτει σημασία ή γραμματική λειτουργία. Η μελέτη των μορφημάτων ξεκινά με συστηματικό τρόπο από τον αμερικανικό δομισμό και τον βασικό εκπρόσωπό του, τον Bloomfield (1933). Τα μορφήματα ανήκουν στην πρώτη άρθρωση της γλώσσας και αποτελούν στοιχειώδεις μονάδες της γραμματικής που διαθέτουν μορφή και σημασία (ή λειτουργία)....
- μόρφημα, γραμματικό [grammatical morpheme]
-
Βλ. μόρφημα
- μόρφημα, δεσμευμένο [bound morpheme]
-
Βλ. δεσμευμένο μόρφημα
- μόρφημα, ελεύθερο [free morpheme]
-
Βλ. ελεύθερο μόρφημα
- μόρφημα, ελευθερώσιμο [liberable morpheme]
-
Βλ. ελευθερώσιμο μόρφημα
- μόρφημα, κλιτικό [inflectional morpheme]
-
Βλ. μόρφημα
- μόρφημα, λεξικό [lexical morpheme]
-
Βλ. μόρφημα
- μόρφημα, παραγωγικό [derivational morpheme]
-
Βλ. μόρφημα