Λεξικό γλωσσολογικών όρων
Αναζήτηση για: "μορφοφώνημα"
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μορφοφώνημα [morphophoneme]
-
Βλ. μορφοφωνηματική
- μορφοφωνηματικές ή λεξικές εναλλαγές [morphophonemic or lexical alternations]
-
Βλ. μορφοφωνηματική
- μορφοφωνηματική / μορφοφωνολογία [morphophonemics / morphophonology]
- Η μορφοφωνηματική είναι κλάδος της γλωσσολογίας που εξετάζει τις συστηματικές συγχρονικές εναλλαγές ενός μορφήματος ανάλογα με το μορφολογικό ή φωνητικό του περιβάλλον. Ως κλασικό παράδειγμα δίνεται το αγγλικό knife 'μαχαίρι' (εν.)/ knives (πληθ.), στο οποίο η εναλλαγή των φωνημάτων /f:v/ συσχετίζεται με τη διάκριση των μορφολογικών κατηγοριών ενικός:πληθυντικός. Η εναλλαγή f:v αποτελεί μια μορφοφωνηματική ενότητα, το ...