Λεξικό γλωσσολογικών όρων

Αναζήτηση για: "μορφή"

10 εγγραφές [1 - 10]
μορφή 1 [morph]
συνιστούν πραγματώσεις των παραπάνω μορφημάτων. p(author). Μ. Θεοδωροπούλου...
μορφή 2 [form]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
μόρφημα [morpheme]
Ο όρος μορφολογία και γενικότερα στη γλωσσολογική θεωρία αναφέρεται στο ελάχιστο συστατικό της λέξης που διαθέτει σημασία ή γραμματική λειτουργία. Η μελέτη των μορφημάτων ξεκινά με συστηματικό τρόπο από τον αμερικανικό δομισμό και τον βασικό εκπρόσωπό του, τον Bloomfield (1933). Τα μορφήματα ανήκουν στην πρώτη άρθρωση της γλώσσας και αποτελούν στοιχειώδεις μονάδες της γραμματικής που διαθέτουν μορφή και σημασία (ή λειτουργία)....
μόρφημα, γραμματικό [grammatical morpheme]
Βλ. μόρφημα
 
μόρφημα, δεσμευμένο [bound morpheme]
Βλ. δεσμευμένο μόρφημα
 
μόρφημα, ελεύθερο [free morpheme]
Βλ. ελεύθερο μόρφημα
 
μόρφημα, ελευθερώσιμο [liberable morpheme]
Βλ. ελευθερώσιμο μόρφημα
 
μόρφημα, κλιτικό [inflectional morpheme]
Βλ. μόρφημα
 
μόρφημα, λεξικό [lexical morpheme]
Βλ. μόρφημα
 
μόρφημα, παραγωγικό [derivational morpheme]
Βλ. μόρφημα
 
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες
ΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ: σύνταξη, γενετική μετασχηματιστική γραμματική, κοινωνιογλωσσολογία, γλωσσική επαφή, σημασιολογία, λεξικογραφία, φωνητική, ψυχογλωσσολογία, γενική γλωσσολογία, ιστορική γλωσσολογία, φωνολογία, γνωσιακή γλωσσολογία, σημειολογία, πραγματολογία, φιλοσοφία της γλώσσας, μορφολογία, λεξικολογία, τυπολογία γλωσσών, μορφοφωνολογία, εθνογραφία της επικοινωνίας, διαλεκτολογία, κοινωνιολογία της γλώσσας, μορφοσύνταξη, ανάλυση συνομιλίας, ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία, ανθρωπολογία της γλώσσας, κειμενογλωσσολογία, υπερτεμαχιακά στοιχεία, γραφή, εθνογλωσσολογία, γλωσσολογικά ρεύματα/σχολές, νευρογλωσσολογία, υφολογία, αντιπαραθετική γλωσσολογία, μετάφραση, απόκτηση της γλώσσας, εκμάθηση της γλώσσας, εφαρμοσμένη γλωσσολογία, γραμματισμός, ονοματολογία, υπολογιστική γλωσσολογία, διδασκαλία της γλώσσας