Λεξικό γλωσσολογικών όρων
Αναζήτηση για: "μετω"
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μετωνυμία [metonymy]
- Ο όρος συνοψίζει την παλιότερη περιγραφή, αλλά και αντίληψη, του φαινομένου: μια γλωσσική έκφραση που παραπέμπει τυπικά, κυριολεκτικά, σε μια οντότητα Α μπορούμε να τη χρησιμοποιήσουμε προκειμένου να παραπέμψουμε, μη κυριολεκτικά αυτή τη φορά, σε μια άλλη οντότητα Β· πρβ. ...