Λεξικό γλωσσολογικών όρων
Αναζήτηση για: "λεξική"
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λεξική αμφισημία [lexical ambiguity]
-
Βλ. αμφισημία
- λεξική διάχυση [lexical diffusion]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
- λεξική επεξεργασία [word processing]
-
Βλ. γλωσσική επεξεργασία
[σύνταξη]
- λεξική κατηγορία [lexical category]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
- λεξική λέξη [lexical word]
-
Βλ. λέξη
- λεξική σημασία [lexical meaning]
-
Βλ. σημασία
- λεξική φράση [lexical phrase]
-
Βλ. φράση
- λεξική φωνολογία [lexical phonology]
-
Βλ. φωνολογία
- λεξικής απόφασης, δοκιμασία [lexical decision task]
- Πειραματική τεχνική που συγκαταλέγεται στις on-line μεθόδους και χρησιμοποιείται στο πλαίσιο της μελέτης τόσο της σημασιακής μνήμης όσο των διαδικασιών που λαμβάνουν χώρα κατά την αναγνώριση λέξης. Κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας το υποκείμενο πρέπει να αποφασίσει γρήγορα αν η ακολουθία γραμμάτων που του παρουσιάζεται είναι λέξη ή όχι (π.χ. ...