Λεξικό γλωσσολογικών όρων

Αναζήτηση για: "λέξη"

8 εγγραφές [1 - 8]
λέξη [word]
Η λέξη είναι μια μονάδα του λόγου που αναγνωρίζεται εύκολα από τους φυσικούς ομιλητές στη γλώσσα τους. Ωστόσο, ως επιστημονικό αντικείμενο η λέξη δεν είναι εξίσου εύκολα αναγνωρίσιμη και αναλύσιμη. Αποτελεί αντικείμενο μελέτης της μορφολογίας ως προς την εσωτερική δομή της, της λεξικολογίας ως προς τη σημασία της, αλλά και της λεξικογραφίας ως προς τις πρακτικές πλευρές που αφορούν τη...
λέξη, γραμματική [grammatical word]
Βλ. λέξη
 
λέξη, ελεύθερη [free word]
Bλ. λέξη...
λέξη, λειτουργική [functional word]
Βλ. λέξη
 
λέξη, λεξική [lexical word]
Βλ. λέξη
 
λέξη, πλήρης [full word]
Βλ. λέξη
 
λέξη, σύνθετη [compound word]
Βλ. λέξη
 
λέξημα [lexeme]
Βλ. λέξη
 
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες
ΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ: σύνταξη, γενετική μετασχηματιστική γραμματική, κοινωνιογλωσσολογία, γλωσσική επαφή, σημασιολογία, λεξικογραφία, φωνητική, ψυχογλωσσολογία, γενική γλωσσολογία, ιστορική γλωσσολογία, φωνολογία, γνωσιακή γλωσσολογία, σημειολογία, πραγματολογία, φιλοσοφία της γλώσσας, μορφολογία, λεξικολογία, τυπολογία γλωσσών, μορφοφωνολογία, εθνογραφία της επικοινωνίας, διαλεκτολογία, κοινωνιολογία της γλώσσας, μορφοσύνταξη, ανάλυση συνομιλίας, ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία, ανθρωπολογία της γλώσσας, κειμενογλωσσολογία, υπερτεμαχιακά στοιχεία, γραφή, εθνογλωσσολογία, γλωσσολογικά ρεύματα/σχολές, νευρογλωσσολογία, υφολογία, αντιπαραθετική γλωσσολογία, μετάφραση, απόκτηση της γλώσσας, εκμάθηση της γλώσσας, εφαρμοσμένη γλωσσολογία, γραμματισμός, ονοματολογία, υπολογιστική γλωσσολογία, διδασκαλία της γλώσσας