Λεξικό γλωσσολογικών όρων
Αναζήτηση για: "κλειστο"
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[φωνητική]
- κλειστό σύμφωνο [stop]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
[φωνητική]
- κλειστό φωνήεν [close vowel]
- Όρος που αναφέρεται στην ταξινόμηση των φωνηέντων με βάση τη θέση της γλώσσας μέσα στη στοματική κοιλότητα ως προς τον κατακόρυφο άξονα άρθρωσης (βλ. και ύψος φωνήεντος). Κατά την άρθρωση των κλειστών φωνηέντων η γλώσσα τοποθετείται στην υψηλότερη δυνατή θέση μέσα στο στόμα, ακουμπώντας σχεδόν στον ουρανίσκο, χωρίς ωστόσο να υπάρχει το απόλυτο κλείσιμο που θα οδηγούσε στην παραγωγή ενός...