Λεξικό γλωσσολογικών όρων

Αναζήτηση για: "κλειστο"

2 εγγραφές [1 - 2]
κλειστό σύμφωνο [stop]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
κλειστό φωνήεν [close vowel]
Όρος που αναφέρεται στην ταξινόμηση των φωνηέντων με βάση τη θέση της γλώσσας μέσα στη στοματική κοιλότητα ως προς τον κατακόρυφο άξονα άρθρωσης (βλ. και ύψος φωνήεντος). Κατά την άρθρωση των κλειστών φωνηέντων η γλώσσα τοποθετείται στην υψηλότερη δυνατή θέση μέσα στο στόμα, ακουμπώντας σχεδόν στον ουρανίσκο, χωρίς ωστόσο να υπάρχει το απόλυτο κλείσιμο που θα οδηγούσε στην παραγωγή ενός...
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες
ΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ: σύνταξη, γενετική μετασχηματιστική γραμματική, κοινωνιογλωσσολογία, γλωσσική επαφή, σημασιολογία, λεξικογραφία, φωνητική, ψυχογλωσσολογία, γενική γλωσσολογία, ιστορική γλωσσολογία, φωνολογία, γνωσιακή γλωσσολογία, σημειολογία, πραγματολογία, φιλοσοφία της γλώσσας, μορφολογία, λεξικολογία, τυπολογία γλωσσών, μορφοφωνολογία, εθνογραφία της επικοινωνίας, διαλεκτολογία, κοινωνιολογία της γλώσσας, μορφοσύνταξη, ανάλυση συνομιλίας, ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία, ανθρωπολογία της γλώσσας, κειμενογλωσσολογία, υπερτεμαχιακά στοιχεία, γραφή, εθνογλωσσολογία, γλωσσολογικά ρεύματα/σχολές, νευρογλωσσολογία, υφολογία, αντιπαραθετική γλωσσολογία, μετάφραση, απόκτηση της γλώσσας, εκμάθηση της γλώσσας, εφαρμοσμένη γλωσσολογία, γραμματισμός, ονοματολογία, υπολογιστική γλωσσολογία, διδασκαλία της γλώσσας