Λεξικό γλωσσολογικών όρων

Αναζήτηση για: "γραμματική"

6 εγγραφές [1 - 6]
γραμματική 1 [grammar]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
γραμματική 2 [grammar 2]
Με τη στενή του έννοια, ο όρος αναφέρεται στο μορφολογικό και συντακτικό επίπεδο ανάλυσης της γλώσσας: δηλαδή στον τρόπο με τον οποίο οι λέξεις δομούνται εσωτερικά και συνδυάζονται γραμμικά προκειμένου να δημιουργήσουν προτάσεις. Η αντίληψη αυτή θεωρεί ότι η δομή της γλώσσας μπορεί να διερευνηθεί χωρίς να ληφθεί υπόψη το φωνολογικό και το σημασιολογικό επίπεδο και έρχεται σε αντίθεση με...
γραμματική αμφισημία [grammatical ambiguity]
Βλ. αμφισημία
 
γραμματική λέξη [grammatical word]
Βλ. λέξη
 
γραμματική σημασία [grammatical meaning]
Βλ. σημασία
 
γραμματική φραστικής δομής [phrase structure grammar]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες
ΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ: σύνταξη, γενετική μετασχηματιστική γραμματική, κοινωνιογλωσσολογία, γλωσσική επαφή, σημασιολογία, λεξικογραφία, φωνητική, ψυχογλωσσολογία, γενική γλωσσολογία, ιστορική γλωσσολογία, φωνολογία, γνωσιακή γλωσσολογία, σημειολογία, πραγματολογία, φιλοσοφία της γλώσσας, μορφολογία, λεξικολογία, τυπολογία γλωσσών, μορφοφωνολογία, εθνογραφία της επικοινωνίας, διαλεκτολογία, κοινωνιολογία της γλώσσας, μορφοσύνταξη, ανάλυση συνομιλίας, ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία, ανθρωπολογία της γλώσσας, κειμενογλωσσολογία, υπερτεμαχιακά στοιχεία, γραφή, εθνογλωσσολογία, γλωσσολογικά ρεύματα/σχολές, νευρογλωσσολογία, υφολογία, αντιπαραθετική γλωσσολογία, μετάφραση, απόκτηση της γλώσσας, εκμάθηση της γλώσσας, εφαρμοσμένη γλωσσολογία, γραμματισμός, ονοματολογία, υπολογιστική γλωσσολογία, διδασκαλία της γλώσσας