Λεξικό γλωσσολογικών όρων
Αναζήτηση για: "γλωσσικός"
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γλωσσικός άτλας
-
Χωρίς περιεχόμενο...
- γλωσσικός ηγεμονισμός [linguistic hegemonism]
- Ο όρος αναφέρεται σε μηχανισμούς άσκησης ιδεολογικής εξουσίας, που στοχεύουν στην εξασφάλιση της συναίνεσης σε επιλογές της κυρίαρχης κοινωνικής τάξης μέσα από τη φυσικοποίησή τους, δηλαδή, την αποδοχή τους ως αυτονόητων και «φυσικών». Η γλώσσα αποτελεί τόσο έκφραση όσο και συστατικό αυτής της διαδικασίας: η απαξίωση των διαλέκτων, η επιβολή μιας διαλέκτου ως επίσημης, εθνικής γλώσσας, η ανάδειξη σε νόρμα...
- γλωσσικός θάνατος [language death]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
- γλωσσικός προγραμματισμός [language planning]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
- γλωσσικός σχετικισμός [linguistic relativity]
-
Χωρίς περιεχόμενο...