Λεξικό γλωσσολογικών όρων
Αναζήτηση για: "γλωσσικό"
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γλωσσικό λάθος [language error]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
- γλωσσικό ολίσθημα/γλωσσική παραδρομή
-
Χωρίς περιεχόμενο...
- γλωσσικό σημείο [linguistic sign]
- Η αδιάρρηκτη ένωση μιας έννοιας ή σημαινόμενου με μια ακουστική εικόνα ή σημαίνον. Π.χ. το γλωσσικό σημείο (η λέξη) αυθαιρεσία: δεν υπάρχει φυσική και αιτιολογημένη σχέση ανάμεσα στο σημαίνον και το σημαινόμενο, με την έννοια ότι δεν υπάρχει κάποιος λόγος που μια έννοια αποδίδεται με τη συγκεκριμένη ακουστική εικόνα· η σχέση είναι αποτέλεσμα της κοινωνικής σύμβασης. Απόδειξη γι' αυτό είναι...
- γλωσσικό σύστημα [linguistic system]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
- γλωσσικός άτλας
-
Χωρίς περιεχόμενο...
- γλωσσικός ηγεμονισμός [linguistic hegemonism]
- Ο όρος αναφέρεται σε μηχανισμούς άσκησης ιδεολογικής εξουσίας, που στοχεύουν στην εξασφάλιση της συναίνεσης σε επιλογές της κυρίαρχης κοινωνικής τάξης μέσα από τη φυσικοποίησή τους, δηλαδή, την αποδοχή τους ως αυτονόητων και «φυσικών». Η γλώσσα αποτελεί τόσο έκφραση όσο και συστατικό αυτής της διαδικασίας: η απαξίωση των διαλέκτων, η επιβολή μιας διαλέκτου ως επίσημης, εθνικής γλώσσας, η ανάδειξη σε νόρμα...
- γλωσσικός θάνατος [language death]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
- γλωσσικός προγραμματισμός [language planning]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
- γλωσσικός σχετικισμός [linguistic relativity]
-
Χωρίς περιεχόμενο...