Λεξικό γλωσσολογικών όρων
Αναζήτηση για: "γλωσσική"
19 εγγραφές [11 - 19] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γλωσσική κοινότητα [linguistic community ]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
- γλωσσική μειονότητα [linguistic minority]
-
Βλ. μειονοτική γλώσσα
- γλωσσική μειονότητα [linguistic minority]
-
Βλ. μειονοτική γλώσσα - γλωσσική μειονότητα
- γλωσσική μετακίνηση / μετατόπιση [language shift]
- Το φαινόμενο κατά το οποίο μια γλωσσική κοινότητα) υιοθετεί τη χρήση μιας νέας γλώσσας (συνήθως «ισχυρότερης»), ενώ ταυτόχρονα χάνει τη γλώσσα που χρησιμοποιούσε μέχρι τότε ως πρώτη. Αν η κοινότητα αυτή είναι η τελευταία ή η μόνη που χρησιμοποιούσε την υπό απώλεια γλώσσα, τότε μιλούμε για γλωσσικό θάνατο. Παραδείγματα γλωσσικής μετακίνησης υπάρχουν πολλά και στον ελλαδικό χώρο: π.χ. από τις...
- γλωσσική ποικιλία [language variety]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
- γλωσσική ποικιλότητα / ποικιλομορφία [linguistic diversity]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
- γλωσσική πολιτική [language politics]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
- γλωσσική πραγμάτωση [linguistic performance]
-
Βλ. γλωσσική επιτέλεση
- γλωσσική πράξη [speech act]
- Στο πλαίσιο της κοινωνικής μας αλληλεπίδρασης χρησιμοποιούμε τον λόγο για να κάνουμε κάποια πράγματα, δηλαδή επιτελούμε προθετικότητας, καθώς και της απόστασης μεταξύ του τί λέει η ομιλήτρια από το τί εννοεί, μελετάται εκτενέστερα στο πλαίσιο της θεωρίας του συνομιλιακού υπονοήματος του Grice (1975). p(author). Σ. Μαρμαρίδου...