Λεξικό γλωσσολογικών όρων
Αναζήτηση για: "ΑΝΑΦΟΡΙΚΗ"
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναφορική δέσμευση [anaphoric binding]
-
Βλ. Θεωρία της Κυβέρνησης και Αναφορικής Δέσμευσης
- αναφορική λειτουργία [referential function]
- Κατά τον Jakobson, μία από τις έξι λειτουργίες που επιτελεί η γλώσσα, νοούμενη ως πράξη επικοινωνίας. Από τους έξι συστατικούς παράγοντες της επικοινωνίας (πομπός, δέκτης, κώδικας, αντικείμενο αναφοράς, μήνυμα, αγωγός), η αναφορική λειτουργία εστιάζεται σε αυτό για το οποίο γίνεται λόγος, το αντικείμενο αναφοράς, και με αυτή την έννοια, πληροφορεί για κάτι (βλ. και αναφορά). p(ref). Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για...
- αναφορική σημασία [referential meaning]
-
Βλ. αναφορά