Λεξικό γλωσσολογικών όρων

Αναζήτηση για: "ΑΝΑΦΟΡΙΚΗ"

3 εγγραφές [1 - 3]
αναφορική δέσμευση [anaphoric binding]
Βλ. Θεωρία της Κυβέρνησης και Αναφορικής Δέσμευσης
 
αναφορική λειτουργία [referential function]
Κατά τον Jakobson, μία από τις έξι λειτουργίες που επιτελεί η γλώσσα, νοούμενη ως πράξη επικοινωνίας. Από τους έξι συστατικούς παράγοντες της επικοινωνίας (πομπός, δέκτης, κώδικας, αντικείμενο αναφοράς, μήνυμα, αγωγός), η αναφορική λειτουργία εστιάζεται σε αυτό για το οποίο γίνεται λόγος, το αντικείμενο αναφοράς, και με αυτή την έννοια, πληροφορεί για κάτι (βλ. και αναφορά). p(ref). Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για...
αναφορική σημασία [referential meaning]
Βλ. αναφορά
 
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες
ΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ: σύνταξη, γενετική μετασχηματιστική γραμματική, κοινωνιογλωσσολογία, γλωσσική επαφή, σημασιολογία, λεξικογραφία, φωνητική, ψυχογλωσσολογία, γενική γλωσσολογία, ιστορική γλωσσολογία, φωνολογία, γνωσιακή γλωσσολογία, σημειολογία, πραγματολογία, φιλοσοφία της γλώσσας, μορφολογία, λεξικολογία, τυπολογία γλωσσών, μορφοφωνολογία, εθνογραφία της επικοινωνίας, διαλεκτολογία, κοινωνιολογία της γλώσσας, μορφοσύνταξη, ανάλυση συνομιλίας, ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία, ανθρωπολογία της γλώσσας, κειμενογλωσσολογία, υπερτεμαχιακά στοιχεία, γραφή, εθνογλωσσολογία, γλωσσολογικά ρεύματα/σχολές, νευρογλωσσολογία, υφολογία, αντιπαραθετική γλωσσολογία, μετάφραση, απόκτηση της γλώσσας, εκμάθηση της γλώσσας, εφαρμοσμένη γλωσσολογία, γραμματισμός, ονοματολογία, υπολογιστική γλωσσολογία, διδασκαλία της γλώσσας