Λεξικό γλωσσολογικών όρων
Θεματική περιοχή: "φωνητική"
96 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[φωνητική]
- γλωσσιδικό σύμφωνο [glottal consonant]
- Όρος που αναφέρεται στην ταξινόμηση των συμφώνων με βάση τον τόπο άρθρωσης. Πρόκειται για το σύμφωνο που παράγεται στον λάρυγγα με σχετική στένωση ή κλείσιμο της γλωσσίδας. Διακρίνουμε ανάμεσα σε τριβόμενο [glottal fricative] και κλειστό γλωσσιδικό φθόγγο [glottal stop]. Ο εξακολουθητικός [h] παράγεται με το πέρασμα του αέρα ανάμεσα από τις φωνητικές χορδές χωρίς να δημιουργείται κανένα εμπόδιο. O φθόγγος...
[φωνητική]
- γλωσσοδοντικό σύμφωνο
-
Βλ. οδοντικό σύμφωνο
[φωνητική]
- δασύ σύμφωνο [aspirate consonant]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
[φωνητική]
- δασύτητα [aspiration]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
[φωνητική]
- Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο [International Phonetic Alphabet]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
- διπλασιασμός [gemination]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
[φωνητική]
- διχειλικό σύμφωνο [bilabial consonant]
- Όρος που αναφέρεται στην ταξινόμηση των συμφώνων με βάση τον τόπο άρθρωσης. Πρόκειται για το σύμφωνο που παράγεται όταν τα δύο χείλη προσεγγίζουν πολύ ή κλείνουν τελείως. Διχειλικά σύμφωνα της νέας ελληνικής είναι τα κλειστά [p] και [b] (άηχο και ηχηρό αντίστοιχα) και το έρρινο [m]. Σε άλλες γλώσσες υπάρχουν και εξακολουθητικοί διχειλικοί φθόγγοι, [ɸ ß]: π.χ. ισπ. caχειλοδοντικά συμπληρώνουν...
[φωνητική]
- έκκροτο σύμφωνο [plosive consonant]
- Όρος που αναφέρεται στην ταξινόμηση των συμφώνων με βάση τον τρόπο άρθρωσης και χρησιμοποιείται εναλλακτικά με τον όρο κλειστό σύμφωνο [stop/occlusive]. Πιο συγκεκριμένα περιγράφει τα στοματικά (όχι έρρινα) κλειστά σύμφωνα, κατά την άρθρωση των οποίων ο αέρας που προέρχεται κατευθείαν από τους πνεύμονες συναντά κάποιο εμπόδιο και στη συνέχεια απελευθερώνεται δημιουργώντας ένα είδος έκρηξης. Έκκροτα είναι μεταξύ άλλων τα [p...
- ελεύθερα εναλλασσόμενος φθόγγος
- Φθόγγοι οι οποίοι μπορούν να εναλλαγούν στο ίδιο περιβάλλον χωρίς να επιφέρουν αλλαγή στη σημασία είναι λέξη και άρα άλλη σημασία, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των φωνημάτων. Η σχέση σε αυτή την περίπτωση είναι παραδειγματική σχέση ελεύθερης εναλλαγής ή ελεύθερης ποικιλίας ενώ στην περίπτωση των φωνημάτων παραδειγματική σχέση αντίθεσης. Οι ελεύθερα εναλλασσόμενοι φθόγγοι, όταν ιδωθούν με την οπτική της αυτονομίας του...
[φωνητική]
- εμποδιστικό σύμφωνο [obstruent]
- Όρος που αναφέρεται στην ταξινόμηση των συμφώνων με βάση τον τρόπο άρθρωσης. Tα εμποδιστικά (ή αρθρωτικά όργανα πλησιάζουν το ένα το άλλο αρκετά, ώστε να περιορίζεται ή να παρεμποδίζεται η έξοδος του αέρα. Όταν οι αρθρωτές δεν δημιουργούν απόλυτο κλείσιμο και αφήνουν ένα μικρό άνοιγμα, επιτρέποντας έτσι τη συνεχή δίοδο του αέρα, παράγονται σύμφωνα που η εκφορά τους μπορεί να...