Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
«Θα αφοσιωθώ στην ποίηση»
Πρέπει απαρχής να πω ότι ποτέ δεν σκέφτηκα να εξηγήσω τα ποιήματά μου. Θυμάμαι μόνο πως γράφτηκαν σε ώρες απρόσμενες· νύχτες χειμωνιάτικες, κουκουλωμένος σε μια κουβέρτα, πεταγόμουν ξαφνικά απ' το κρεβάτι, σαν μια αστραπή, σαν κάτι κόκκινο να με χτύπησε στο κεφάλι, έφτιαχνα τον σκελετό του ποιήματος κι ύστερα έπεφτα και κοιμόμουνα.
Ομως μέρες πολλές ύστερα τα δούλευα, όπως ο τεχνίτης δουλεύει ένα οποιοδήποτε αντικείμενο, κι αν στο τέλος δεν με ικανοποιούσε, το έσχιζα και το πετούσα. Τα περισσότερα τα πετούσα. Ποτέ δεν κάθησα a priori να γράψω ένα ποίημα. Ετσι όλα τα έγραψα, όπως λέω παραπάνω.
Αλλα τη νύχτα, άλλα σε παγωμένα καφενεία της Κατοχής, σε έρημες ταβέρνες στο Νέο Φάληρο, ακτή Πρωτοψάλτη, κοντά στο μεσαιωνικό τυπογραφείο του Ταρουσόπουλου (με τι νοσταλγία τις θυμάμαι!).
Μια φορά συνάντησα τον Σεφέρη σ' ένα βιβλιοπωλείο (λίγο πριν φύγει για την Αγγλία).
- Γράφετε; με ρώτησε.
- Ναι, συνεχώς, του απάντησα, γράφω και σχίζω.
- E, λοιπόν, μου λέει, να γράφετε, γιατί θά 'ρθει μια μέρα που δεν θα μπορείτε να γράφετε τόσο εύκολα.
Τι δίκαιο που είχε ο σοφός ποιητής!
Τώρα βλέπω τα ποιήματά μου όλα μαζί, με αφορμή που τα ξανατυπώνω. Ολόκληρη ζωή τριάντα χρόνων περνάει μπροστά μου.
Βλέπω ότι πολλά έχουν ατέλειες, άλλα είναι σκοτεινά και δύσκαμπτα, αλλά βλέπω ότι είναι α λ η θ ι ν ά και πως δεν θα μπορούσα αλλιώς να τραγουδήσω.
Παράξενα μου φαίνονται τα καινούρια που γράφω (ακόμη και πολλά που περιέχονται στην τελευταία μου συλλογή «Το Σκεύος», 1971).
Σα νa 'χουν γραφτεί από έναν άλλον άνθρωπο που πέρασε μια κόλαση και τώρα είναι λίγο, πολύ λίγο, πιο ησυχασμένα.
ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ
(ιδιόχειρο αυτοσχόλιο του Μίλτου Σαχτούρη,με ημερομηνία γραφής «17-25 Δεκεμβρίου 1977» και τίτλο «Σαν αυτοπαρουσίαση», σταλμένο στον Δ.Ν. Μαρωνίτη, που δίδασκε την ποίησή του στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, για να το μοιράσει στους φοιτητές του).
Έχοντας ήδη κάνει τα πρώτα λογοτεχνικά του βήματα με τη δημοσίευση 5 διηγημάτων την περίοδο 1938-1941, με τελευταίο τους «Παραθεριστές» στη Νέα Εστία 349 (1 Ιουλ. 1941), ο Σαχτούρης πρωτοδημοσιεύει ποίηση το 1941. Πρόκειται για τη συλλογή Η μουσική των νησιών μου, με ποιήματα γραμμένα έναν μήνα πριν μπουν οι Γερμανοί στην Αθήνα. Μετά την είσοδο των Γερμανών, μαζεύει όσα αντίτυπα μπορεί να βρει και τα καίει.
«…νέος στην Κατοχή είχα αρρωστήσει βαριά από φυματίωση, τότε που πέθαιναν ακόμη και όσοι ήταν καλά από έλλειψη τροφής, οπότε είχα ορκιστεί ότι αν δεν πεθάνω, θα αφοσιωθώ στην ποίηση, δε θα κάνω τίποτ άλλο. Το οποίο και έκανα και δεν έχω μετανιώσει» [Μ. Σαχτούρης, Ποιός είναι ο τρελός λαγός; Συνομιλίες, Αθήνα, Καστανιώτης 2000, σ. 33].
Δύο χρόνια αργότερα η επίσκεψη στο σπίτι του Ανδρέα Καραντώνη στάθηκε καθοριστική· εκεί γνωρίζει τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Νίκο Εγγονόπουλο. Τον επόμενο χρόνο δημοσιεύει 6 ποιήματα στο περιοδικό Τα Νέα Γράμματα και το 1944, με παρότρυνση του Εγγονόπουλου, τη συλλογή Η λησμονημένη με ποιήματα της κατοχής και υπόστρωμα μια πραγματική ερωτική ιστορία· ακολουθεί το 1948 η συλλογή Παραλογαίς, με ποιήματα γραμμένα τον Αυγούστο του 1944 έως τον Φεβρουάριο του 1948 (σύμφωνα με σημείωση του ποιητή στον κολοφώνα της 1ης έκδοσης), όπου η γυναικεία μορφή κυριαρχεί στην πρώτη συλλογή μεταστοιχειώνεται και συναρτάται με παραμυθικές τραγικές εκδοχές της γυναικείας φύσης (Μεντή 2004: 52).
Εξώφυλλο της συλλογής με βινιέτα του Εγγονόπουλου
Σύμφωνα με τον Γ. Δάλλα (1997: 66-67)
φανερά χωρίζεται από τις επόμενες η προδρομική του περίοδος, που περιλαμβάνει τις δυο πρώτες συλλογές του. Και μάλιστα διακρίνεται και σε αυτές το πέρασμα από τη γενική επήρεια ενός αόριστου, εκτός εποχής, κλίματος εικονιστικού συμβολισμού (Η Λησμονημένη) στις πολύ συγκεκριμένες εμπειρίες και μαθητείες (Παραλογαίς). Διανύεται μια απόσταση, ας υποθέσομε, μεταξύ της εποχής του Απολλιναίρ και εκείνης του Εγγονόπουλου. Όπου πάντως διαφαίνονται, ιδίως στα ποιήματα «Τα δώρα», «Το άστρο», «Ο βυθός», «Ο δυνατός», «Πέτρος» της δεύτερης συλλογής του, σαν νησίδες, οι πρώτες καθαρά προσωπικές καταθέσεις του.
Το ποιητικό του σύμπαν, με άξονα την περιγραφή εφιαλτικών καταστάσεων με εξπρεσιονιστικές και υπερρεαλιστικές στρατηγικές, θεμελιώνεται ήδη σε αυτή την προδρομική φάση της ποίησής του. Στις Παραλογαίς ο παραδοσιακός υπαίθριος κόσμος του δημοτικού τραγουδιού γίνεται και αυτός μέρος του εφιάλτη. Με τα λόγια του R. Beaton, ο Σαχτούρης είναι «ο συνεπέστερος διερευνητής του εφιαλτικού εσωτερικού κόσμου, στον οποίο συναντώνται η υπερρεαλιστική ανίχνευση του υποσυνείδητου με τον παραδοσιακό κόσμο του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού» (Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία, σ. 248). Για τη σχέση του με τον υπερρεαλισμό, ο ίδιος θα δηλώσει:
«Το έχω τονίσει επανειλημμένα, ο υπερρεαλισμός έδρασε πάνω μου σαν καταλύτης. Με λευτέρωσε στην ποίηση και στη ζωή, αλλά δεν μπορώ να πω ότι η ποίησή μου είναι υπερρεαλιστική. Η ποίησή μου είναι ιδιότυπα δραματική και λυρική.» (περ. Τέταρτο, τ.23, Μάρτιος 1987).
Ο προσωπικός μύθος
Η κρίσιμη στιγμή ωστόσο στην ποιητική του πορεία έρχεται το 1952: «Όταν έβγαλα το καλύτερό μου βιβλίο για μένα το 1952, το Με το πρόσωπο στον τοίχο, πούλησα πέντε βιβλία μόνο» αποκαλύπτει σε συνέντευξη («Ποιος είναι ο τρελλός λαγός· Μια συνομιλία με τον Λευτέρη Ξανθόπουλο». Εντευκτήριο 20 (1992): 5-12). Με τη συλλογή αυτή η ποίησή του γίνεται πιο προσωπική, βιωματική ενώ το παράλογο και το εφιαλτικό τίθεται στην υπηρεσία δημιουργίας ενός προσωπικού μύθου, ενός μύθου ωστόσο που δεν είναι αποκομμένος από την ιστορία και την κοινωνία (Μέντη 2004).
Απάνω στο τραπέζι είχανε στήσει
ένα κεφάλι από πηλό
τους τοίχους τους είχαν στολίσει
με λουλούδια
απάνω στο κρεβάτι είχανε κόψει από χαρτί
δυο σώματα ερωτικά
στο πάτωμα τριγύριζαν φίδια
και πεταλούδες
ένας μεγάλος σκύλος
φύλαγε στη γωνιά
(«Η σκηνή»).
Στη συλλογή Τα φάσματα ή Η χαρά στον άλλο δρόμο (1958) κυρίαρχη θέση έχουν η μεταμόρφωση, οι ανθρωπομορφισμοί και οι ενανθρωπίσεις.
Ο ΤΡΕΛΟΣ ΛΑΓΟΣ
Γύριζε στους δρόμους ο τρελός λαγός
γύριζε στους δρόμους
ξέφευγε απ' τα σύρματα ο τρελός λαγός
έπεφτε στις λάσπες
Φέγγαν τα χαράματα ο τρελός λαγός
άνοιγε η νύχτα
στάζαν αίμα οι καρδιές ο τρελός λαγός
έφεγγε ο κόσμος
Βούρκωσαν τα μάτια του ο τρελός λαγός
πρήσκονταν η γλώσσα
βόγκαε μαύρο έντομο ο τρελός λαγός
θάνατος στο στόμα
Η Νόρα Αναγνωστάκη (1960, σ. 162) σημειώνει ότι το ποίημα θα μπορούσε να έχει για τίτλο «Κάποιος απ' όλους μας στους δύσκολους καιρούς». Ο ποιητής πάντως σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς είναι ένα ιδιότυπο είδος στρατιώτη:
Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
Δεν έχω γράψει ποιήματα
μέσα σε κρότους
μέσα σε κρότους
κύλησε η ζωή μου
Τη μιαν ημέρα έτρεμα
την άλλην ανατρίχιαζα
μέσα στο φόβο
μέσα στο φόβο
πέρασε η ζωή μου
Δεν έχω γράψει ποιήματα
δεν έχω γράψει ποιήματα
μόνο σταυρούς
σε μνήματα
καρφώνω
Θα ακολουθήσουν οι συλλογές Ο περίπατος (1960), Τα στίγματα (1962), Σφραγίδα ή Η όγδοη σελήνη (1964), Το σκεύος (1971). Η ποιητική του Σαχτούρη έχει θεμελιωθεί από συλλογή σε συλλογή, με βάση μια σειρά από αρχετυπικά σύμβολα και επαναλαμβανόμενα θεματικά μοτίβα, όπως είναι αυτό του ουρανού, το άσπρο χρώμα του θανάτου, κ.ά. Το 1971 σηματοδοτεί και ένα σταθμό στην ποιητική του πορεία: οι μέχρι τότε συλλογές του θα κυκλοφορήσουν το 1978 σε συγκεντρωτική έκδοση με τίτλο Ποιήματα 1945-1971 από τις εκδόσεις Κέδρος.
Το εξώφυλλο της πρώτης συγκεντρωτικής έκδοσης
Οι τελευταίες συλλογές
Όμως ο Σαχτούρης θα συνεχίσει να δημοσιεύει κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα, και οι επόμενες συλλογές θα συμπεριληφθούν στο δεύτερο συγκεντρωτικό τόμο με τίτλο Ποιήματα 1980-1998. Το 1980 εκδίδονται τα Χρωμοτραύματα (1980). Ο τίτλος είναι μια καλή αφορμή για να τοποθετήσουμε δίπλα στην ανθρωπολογία, την τερατολογία, τη ζωολογία του Σαχτούρη, που ήδη αναφέρθηκαν, τη χρωματολογία, καθώς η κατανομή των χρωμάτων στο σύνολο του έργου του, η διαβάθμισή τους σε περιοχές του φάσματος και η μεταμορφωτική λειτουργία τους είναι ενδεικτικά στοιχεία της οριοθέτησης μιας ποιητικής περιοχής και της κατασκευής του προσωπικού μύθου.
ΣΗΜΑΔΙΑ ΚΙΤΡΙΝΑ
Κίτρινα αερόπλοια ξάφνου γέμισαν τον ουρανό
άλλα μικρά κι άλλα μεγάλα
κίτρινοι σκελετοί κούναγαν τα χέρια
και ουρλιάζαν
όπως και κίτρινες κανάρες μεγάλες
πεταλούδες με πόδια μικρών παιδιών που
κρέμονταν
μαζί μ' αστέρια κίτρινα που δεν τα γνώριζαν
και τα μισούσαν
από τη γη κοίταζαν κίτρινοι
οι αστροναύτες
δεν το περίμεναν
Ο ίδιος αναφερόταν συχνά στο ζήτημα της ζωγραφικής απεικόνισης:
Γενικά έχω μεγάλη αγάπη για τη ζωγραφική· αισθάνομαι ιδιαίτερη συγγένεια με τους ζωγράφους· Μυνχ, Ρουώ, Κλεέ, Μαρκ Σαγκάλ, Μπουζιάνη. Αγαπώ όμως κι άλλους ζωγράφους έστω κι αν δεν συγγενεύω μαζί τους.
«Σε β΄ πρόσωπο: μια συνομιλία με τον Αντώνη Φωστιέρη και το Θανάση Νιάρχο», Η λέξη 4 (Μάιος 1981): 321-322.
Paul Klee, "Υποψήφιος άγγελος", 1939
Στα Εκτοπλάσματα (1986) κάνουν την εμφάνισή τους γνώριμες μορφές, επιφάνειες νεκρών ποιητών και φίλων, με προεξάρχοντες τους Ντίλαν Τομας και Φραντς Κάφκα ή και τον διάλογο με τον ήδη νεκρό Εμπειρίκο.
Το εξώφυλλο της συλλογής.
Στην Καταβύθιση (1990) το παρουσιολόγιο απόντων εμπλουτίζεται με συχνές παραπομπές σε παρελθόντα ποιήματα, επαναφορά προσώπων και στοχασμό για τον θάνατο.
«Η εντύπωσή μου είναι πως η μετάβαση του Σαχτούρη από την πρώτη του ποιητική περίοδο στα ποιήματα της ηλικιακής ωριμότητας δεν αποτελεί τίποτε άλλο από μιαν επιχείρηση αποψίλωσης των περιπετειών του ποιητικού του εγώ. Από την εξωτερίκευση των αισθημάτων του ποιητικού αφηγητή μέσω μιας πολύχρωμης και πολύγλωσσης εικονογραφίας, που τον καθιστά παραβολικό μάρτυρα και κριτή των χρόνων του, ο Σαχτούρης περνά σε μια πρωτοπρόσωπη και εκφραστικά ουδετεροποιημένη ή αισθηματικά υπερτονισμένη αποτίμηση της καλλιτεχνικής του σταδιοδρομίας, κλειδαμπαρώνοντας το βλέμμα και την ευαισθησία του σε μιαν απομονωμένη (όπως κι αν τη λογαριάσουμε ή τη ζυγίσουμε) πτέρυγα ενταντικής προετοιμασίας θανάτου» (Χατζηβασιλείου 2009: 44).
Οι δύο τελευταίες συλλογές που ακολουθούν σηματοδοτούν με τους τίτλους τους την έμμονη ενασχόληση και με τον χρόνο: Έκτοτε (1996), Ανάποδα γυρίσαν τα ρολόγια (1998). Για τη θέση της μνήμης άλλωστε στο σαχτουρικό έργο, ήδη από το 1976 ο Αλ. Αργυρίου σημείωνε:
«Όσο περνάνε τα χρόνια ο λόγος του Σαχτούρη γίνεται πιο κρυπτικός, περιορίζονται τα έκδηλα στοιχεία από την πραγματικότητα και μετασχηματίζονται σε "στίγματα" (για να δανειστώ μια λέξη του-κλειδί), που λειτουργούν υπαινικτικά. Ωστόσο μέσα από την υποκειμενική όραση του ποιητή, οι καταστάσεις έχουν μια αντικειμενική υπόσταση, επειδή είναι "φάσματα" (άλλη λέξη-κλειδί) του υπαρκτού κόσμου». [στον τόμο Μέντη 1998: 119]
Η τελευταία λέξη του τελευταίου ποιήματος της τελευταίας ποιητικής του συλλογής είναι χαρακτηριστική για ολόκληρο το ποιητικό του έργο του:
ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ «Η ΕΛΠΙΣ»
Λίγο μακριά από την Αθήνα είναι το
Ξενοδοχείο «Η Ελπίς». Κάθε βράδυ
σ' αυτό το Ξενοδοχείο, τα μεσάνυχτα,
κλαίνε δύο φαντάσματα. Αυτή η κακοτυχία
απελπίζει τον ξενοδόχο, γιατί καταλαβαίνετε
ότι αυτό που συμβαίνει απομακρύνει
την πελατεία και είναι θαύμα πώς
μένει το Ξενοδοχείο ακόμη ανοιχτό.
Τί αγιασμούς αλλά και τί ξόρκια ακόμα
έχει κάνει ο ιδιοκτήτης,
αλλά ΤΙΠΟΤΕ.
Κάθε βράδυ στις 12 τα μεσάνυχτα
αρχίζει το σπαραχτικό κλάμα
των δύο φαντασμάτων.
Εξώφυλλο και χειρόγραφη αφιέρωση της γαλλικής έκδοσης των ποιημάτων του [πηγή: Χειρόγραφες αφιερώσεις στη συλλογή βιβλίων του ζεύγους Μιλλιέξ]
© 2013 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας / Μ. Ακριτίδου