Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ποιητικό του έργο |
Άγγελος Σικελιανός (1884-1951)
© Κώστας Μπουρναζάκης
Εκδ. Ίκαρος
Άγγελος Σικελιανός (1884-1951): βίος λυρικός
Αλαφροΐσκιωτος
Ο Άγγελος Σικελιανός γεννήθηκε στη Λευκάδα το 1884, τελευταίο παιδί από τα πέντε της οικογένειας του Ιωάννη και της Χαρίκλειας Σικελιανού. Το όνομά του θα αποδειχτεί «προφητικό»: κουβαλάει από πολύ νωρίς μέσα του την αίσθηση του προορισμού, της αποστολής.
Ακούστε, ακούστε με! Αν ετρέμανε
στην κούνια τα βυζασταρούδια,
εμένα με νανούρισαν,
των αντρειωμένων τα τραγούδια.
Εμέ, λεχώνα η μάνα μου,
στην μπόρα τη μαρτιάτικη
που 'χε τα ουράνια ανοίξει,
εσκώθη και με πήρε στην αγκάλη της
τον πρώτο κεραυνό για να μου δείξει!
Μάνα φωτιά με βύζαξες
κι είναι η καρδιά μου αστέρι;
[Αλαφροΐσκιωτος]
Ίσως συντελεί στην ενδυνάμωση αυτής της αίσθησης η καταγωγή του: «Κατάγομαι εξ οικογένειας, η οποία κατά τον ΙΗ΄ και ΙΘ΄ αιώνα σημαντικώς εκαλλιέργησε τα γράμματα και τας καλάς τέχνας» (Σικελιανός, 2005: 220). Αλλού σημειώνει την προσφορά της οικογένειάς του στην πατρίδα: «Με την έκρηξιν της Ελληνικής Επαναστάσεως η οικογένειά μου […] εθυσίασε περί τα τρία εκατομμύρια. Εθυσίασε δε και αίμα.» (Σικελιανός, 2000: 64). Ποιητικά νιώθει, ως Λευκαδίτης, να έχει πίσω του τους Επτανήσιους, τον Σολωμό, αλλά κυρίως τον, επίσης Λευκαδίτη, Αριστοτέλη Βαλαωρίτη.
Στίχους γράφει κι ο ίδιος από πολύ μικρός, από τα χρόνια των μαθητικών σπουδών στη Λευκάδα. Από το 1900 όμως, χρονιά κατά την οποία εγκαθίσταται στην Αθήνα, δείχνει εντονότατο ενδιαφέρον για τις τέχνες και αποφασίζει να αφιερωθεί στην ποίηση, παρά το γεγονός ότι εγγράφεται στη Νομική Σχολή: Δεν θα φοιτήσει ποτέ συστηματικά. Το 1901 το αθηναϊκό κοινό τον γνωρίζει στην ομάδα «μυστών» της «Νέας Σκηνής» του Χρηστομάνου, και την επόμενη χρονιά διαβάζει τα πρώτα του ποιήματα στα περιοδικά Διόνυσος και Παναθήναια.
Παρακολουθώντας την καλλιτεχνική κίνηση της Αθήνας γνωρίζει και συναναστρέφεται, αυτός και οι αδερφές του, την σημαντική χορεύτρια Isadora Duncan και την οικογένειά της, κατά τη διάρκεια παραστάσεων που δίνει η Duncan στην Αθήνα το 1903. Καρπός αυτής της συναναστροφής θα είναι, όχι μόνο ο γάμος της αδελφής του Πηνελόπης με τον αδερφό της Isadora ―Raymond―, αλλά και η γνωριμία του ίδιου με τη βαθύπλουτη Αμερικανίδα Eva Palmer το 1906.
Η Palmer περιγράφοντας το πρώτο βράδυ της γνωριμίας τους αναφέρει με υπερηφάνεια: «τον αναγνώρισα αυτό το βράδυ όπως τον γνωρίζω σήμερα ― και δε σάλεψα ποτέ από τη βεβαιότητα ότι άκουα προφητικά λόγια, και για την Ελλάδα, και για τον κόσμο ολόκληρο.» (Μπουρναζάκης, 2006: 35). Αυτή η «αναγνώριση» θα σημαδέψει το πνευματικό κομμάτι της γνωριμίας τους. Τον Σεπτέμβριο του 1907 παντρεύονται στην Αμερική.
«Αυθεντική απαρχή του λυρικού έργου του» (Πρεβελάκης, 1984: 36) αποτελεί η σύνθεση Αλαφροΐσκιωτος, που γράφει μέσα σε μια εβδομάδα, σε μια όαση της λιβυκής ερήμου κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στην Αίγυπτο, το 1907. Πρόκειται για ένα μακρό ποίημα χωρίς αφηγηματική πλοκή, που αριθμεί 2293 στίχους. Ο τίτλος είναι παρμένος απ' το γνωστό στίχο του Σολωμού στους Ελευθέρους Πολιορκημένους. Το περιεχόμενο αντιστοιχεί σε μια «λυρική αυτοβιογραφία» στην οποία παρουσιάζεται «η εφηβική και ευδαιμονική συμβίωση και συνταύτιση του ποιητή με τη φύση» (Πολίτης, 1995: 236). Το έργο οφείλει αρκετά στον Ιταλό ποιητή Gabriele d' Annunzio. Ο Σικελιανός φαίνεται να εμπνέεται από την πίστη στη δύναμη της νεότητας, την έμφαση στη σωματική ρώμη, την οξυμένη αισθαντικότητα και τη λατρεία της αρχαίας Ελλάδας που διαπνέουν τα έργα του Ιταλού ομοτέχνου του.
Η πρώτη ενότητα του ποιήματος φέρει τον τίτλο «Γυρισμός». Ο νεαρός αλαφροΐσκιωτος ποιητής γυρίζει στο νησί του από την ξενιτιά ή από τον Κάτω Κόσμο, ως μετεμψύχωση αρχαίου έφηβου. […] Ο έφηβος που επιστρέφει αρχίζει τη νέα ζωή του μ' έναν «ιερό, λιονταρίσιο ύπνο» στην αμμουδιά του νησιού του, για να ξυπνήσει σε λίγο αναπαμένος και ν' ανακαλύψει τον κόσμο με την ορμή των αρχαίων για την πλήρη ζωή. Αυτά που ανακαλύπτει είναι, πρώτα απ' όλα, τα στοιχεία: ο ήλιος, ή θάλασσα, ο άνεμος. Αναγνωρίζει το Ιόνιο και την «ελεύτερη γη του». Η αναφορά του στο στερνό ταξίδι του Οδυσσέα δεν είναι τυχαία. Ο Αλαφροΐσκιωτος μέλλει να συναντήσει τους δυο πρωταγωνιστές των ομηρικών επών ―τον Οδυσσέα και τον Αχιλλέα,― ν' ακούσει το «βαθύ λόγο» του γενάρχη των ποιητών και να νιώσει την παρουσία του, κατά το προηγούμενο του Σολωμού (στην «Ονειροφαντασία»). […]
Ο Αλαφροΐσκιωτος διαπλάσσεται από τα αιώνια στοιχεία που τον περιβάλλουν. Το φως τον αποπνευματώνει (1572-86), αλαφρώνει τη σάρκα του (1667-70, 683), κάνει διάφωτο το κορμί του (ΙΙ11). Του φαίνεται ότι λάμπει ολόκληρος και ότι ανεβαίνει ανάλαφρος στον αιθέρα (ΙΙΙ 432, 440-42). Το θάμβος που νιώθει να τον τυφλώνει δεν οφείλεται μονάχα στον ήλιο, άλλα και στην παρουσία των θεών, την ίδια παρουσία που υφίστανται οι έφηβοι της πομπής των Παναθηναίων, στη ζωφόρο του Παρθενώνα, που όσο πλησιάζουν προς το σύνθρονον των αθανάτων, τόσο θαμβώνονται και υψώνουν την άκρη (το «πτερόν») από τη χλαμύδα τους για να προφυλάξουν τα ματιά τους. […] Ο Αλαφροΐσκιωτος θεωρεί το λαό άξιο μυστικής λατρείας: ο λαός είναι διακάτοχος αδιάφθορης σοφίας, φορέας του θείου και του μαγικού νόμου. Τα λόγια των βοσκών είναι «βαθύγνωμα» και «μεγάλη η δύναμη τους» (ΙΙΙ 27-28).
[…] Οι εικόνες πότε ενεργούν αυτοδύναμα, πότε ως σύμβολα ψυχικών καταστάσεων. Αλλά και στη μια περίπτωση και στην άλλη, ο ποιητής μεθάει από τις εντυπώσεις που του προμηθεύει η υπερφυσική οπτική του ικανότητα. Ονομάσαμε παραπάνω «εύκοσμη» τη φύση που περιβάλλει τον Αλαφροΐσκιωτο. Είναι η φύση των Επτά Νησιών που γνωρίζουμε από το Σολωμό, τον Κάλβο και άλλους ποιητές, Επτανήσιους και μη, αρχίζοντας από τον Όμηρο, που περιέγραψε τον κήπο του Αλκινόου (Οδύσ. η 114 κε.). [Πρεβελάκης, 1984: 43-49]
Η πρώτη έκδοση του έργου γίνεται το 1909 και απευθύνεται σε μικρό κοινό: είναι πολυτελής και παραμένει έκτος εμπορίου. Στην ίδια έκδοση συμπεριλαμβάνονται και οι Ραψωδίες του Ιονίου, μια σύνθεση γραμμένη το 1908 και αποτελούμενη από πέντε μέρη: τα τέσσερα πρώτα είναι εμπνευσμένα από το Λευκαδίτικο τοπίο, ενώ το πέμπτο γράφεται με αφορμή ένα επιτύμβιο ανάγλυφο του Αρχαιολογικού Μουσείου Αθηνών.
Τον ίδιο χρόνο γεννιέται ο μοναχογιός του Σικελιανού, ο Γλαύκος. Με το ξέσπασμα του Α΄ Βαλκανικού πολέμου το 1912, ο ποιητής επιστρατεύεται. Η στρατιωτική εμπειρία του εμπνέει ποιήματα που δημοσιεύονται κυρίως σε εφημερίδες.
Ποιητής-προφήτης
Το 1914 πρωτοσυναντά τον Ν. Καζαντζάκη. Τους συνδέει από την αρχή μια εντονότατη συμπάθεια που εξελίσσεται γρήγορα σε βαθιά φιλία (αν και όχι ανέφελη: έντονες προσωπικότητες και οι δυο, ψυχραίνονται αργότερα και για μεγάλο χρονικό διάστημα, δεκαοχτώ ετών περίπου, διακόπτουν τις σχέσεις τους). Αναγνωρίζονται ως πνευματικοί συνοδοιπόροι. Ακολουθούν και οι δυο φιλοσοφικές θεωρήσεις επηρεασμένες από τη πρότυπο του νιτσεϊκού Υπερανθρώπου: ο άνθρωπος πρέπει να υπερβαίνει τα όρια της παγιωμένης αντίληψης της ηθικής και να συνεισφέρει με τη δύναμή του στη δημιουργία μιας ανώτερης τάξης πραγμάτων. Κυρίως όμως συναντιούνται σε μια κοινή επιθυμία διερεύνησης του θείου.
Οι δυο τους ξεκινούν κατά τα μέσα Νοεμβρίου για ένα ταξίδι θρησκευτικής αναζήτησης και ταυτόχρονα πνευματικής άσκησης στο Άγιο όρος. Επιστρέφουν στην Αθήνα τα Χριστούγεννα και συνεχίζουν την ταξιδιωτική τους περιήγηση σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Σημαντικοί τόποι προσκυνήματος είναι αυτή τη φορά μνημεία του αρχαίου κόσμου: Δελφοί, Μυκήνες, Επίδαυρος. Οι Δελφοί ειδικά λειτουργούν ως αποκαλυπτικός τόπος για τον Σικελιανό και συνδέονται αργότερα έντονα με την ποιητική και την κοσμοθεωρία του.
Η βιογραφικού τύπου ποιητική αποτύπωση της πορείας του ποιητή και της σχέσης του με τη φύση συνεχίζεται στη Συνείδηση της γης μου (1915).
Ω χώματα της γης μου!
Χώμα Λευκαδίτικο,
πρωτόχωμα
τιτάνια ζύμη του κορμιού μου
του ίδιου μου του ακοίμητου μυαλού!
Χώμα Αιγινήτικο,
αλαφρό σαν αφρομύγδαλο
πηλέ που μού δροσίζεις την καρδιά
σαν τα λαγήνια σου
που κρυώνουνε τα καλοκαίρια το νερό!
Χώμα της Πελοπόννησος,
που θρέφεις άμετρα τα κυπαρίσσια,
από το πιο μικρό
που παίζει με τον αέρα ως σκύμνος λιονταριού
ώσμε το μεγαλύτερο που η μνήμη μου κρατεί!
Αργίτικο φλογάτο κοκκινόχωμα,
που καις στον ήλιο ως πυρωμένο σίδερο -
κι ωστόσο σε φλογίζει ακόμα πιότερον η παπαρούνα!
Ω χώματα της γης μου,
μύρια κι αξεχώριστα σαν τα νερά.
Πρόκειται για την πρώτη σε μια σειρά πέντε μεγάλων συνθέσεων-Συνειδήσεων που θα αποτελέσουν τον Πρόλογο στη ζωή. Στα επτά ποιήματα που τη συναποτελούν η διαμόρφωση της ποιητικής ταυτότητας του Σικελιανού παρουσιάζεται σε συνάρτηση με τη βιολογική μετάβαση από τη νεότητα στην άνδρωση. Εκτός από την περιήγηση του ποιητή στην ελληνική επικράτεια σημαντικό ρόλο στην απεικόνιση της παραπάνω πορείας διαδραματίζουν τα αρχαία μνημεία, η παρουσία των οποίων συμβολίζει την εκ μέρους του ποιητή απορρόφηση της μακραίωνης πολιτισμικής ιστορίας του τόπου. Η δεύτερη σύνθεση με τίτλο Η συνείδηση της φυλής μου (1915) έχει ως θέμα την παλινόρθωση του έθνους και αποτελεί ποιητική αντανάκλαση της έξαρσης του πατριωτικού ζήλου την εποχή που η νικηφόρος έκβαση των Βαλκανικών Πολέμων φέρνει στο προσκήνιο, πιο έντονα παρά ποτέ, το όραμα της Μεγάλης Ιδέας. Στη Συνείδηση της γυναίκας του 1916 επικρατεί το ερωτικό στοιχείο αλλά παρά την εξαγγελία του τίτλου η απεικόνιση του πόθου εκτρέπεται διαρκώς προς το ποιητικό αυτοσχόλιο ή το αυτοεγκώμιο προσδίδοντας στους στίχους έναν ναρκισσιστικό σχεδόν χαρακτήρα και μεταθέτοντας τον κεντρικό άξονα από τη γυναίκα στην ίδια την ποιητική πράξη. Η Συνείδηση της πίστης (1917) αποτελεί μια πρώιμη διαμόρφωση ενός τολμηρού θρησκευτικού οράματος. Η μετακίνηση του ποιητή από τον παγανισμό της προηγούμενης περιόδου προς το χριστιανικό μύθο, αισθητή σε όλη την πορεία των Συνειδήσεων, αποκορυφώνεται εδώ με τρόπο που ωθεί να ονομάσουμε το 1917 αφετηρία μιας νέας εποχής στο έργο του Σικελιανού που θα ολοκληρωθεί με το Πάσχα των Ελλήνων.
Ω άνθρωποι,
στην κορυφή της Πασχαλιάς
τ' αηδόνι ακόμα τραγουδά,
και τραγουδά!
Κι ο κορυφαίος μες στο ναό του
ως άσπρος ταύρος,
στ' άμφια μέσα τα χρυσά,
στην αιώνια χλόη,
στο πλάι τ' ακοντιστή Αϊ-Γιώργη
οπού φρουμάζει τ' άλογό του
στης Ανάστασης ορμώντας την αυγή,
μεράζοντας το αντίδωρο
ανασαίνει γαληνά!
Θάμα τον ζώνει η παρθενιά!
Ροδώνας η αναπνοιά του!
Θάμπωμα η χαρά!
Σκύβει στερνός και παίρνει ένα μπουμπούκι
απ' το κανίστρι,
κι ανασαίνει τον ακέριο σου Έρωτα,
ω Ζωή!
Ω Πάσχα,
πανσεβάσμιο Πάσχα!
Ω Ίακχε!
Απόλλωνα!
Ιησού!
Πώς βρέφος άπλωσες το χέρι στο σταφύλι!
Πώς αρμόνισες τη λύρα, αντρίτης, στη χαρά!
Κ' Εσύ στερνέ,
Αρτοκόπε,
της καρδιάς Σου μεραστή!
[«Διόνυσος-Ιησούς», Συνείδηση της πίστης]
Τη συγγραφή της τελευταίας των Συνειδήσεων, της Συνείδησης της προσωπικής δημιουργίας, χωρίζει μεγάλη χρονολογική απόσταση από τις προηγούμενες. Αποτυπώνεται εδώ, το 1946, με τρόπο αποσπασματικό αλλά σαφή, η υπαρξιακή και φιλοσοφική αγωνία του Σικελιανού.
Το 1917 ο θάνατος της αδελφής του Πηνελόπης τον φέρνει εγγύτερα στη «συνείδηση» του θανάτου. Σ' αυτή την ατμόσφαιρα θρήνου και απώλειας ολοκληρώνει τη σύνθεση του ποιήματος Μήτηρ Θεού που έχει ξεκινήσει από την προηγούμενη χρονιά. «Το ποίημα ανεπαίσθητα, μουσικά, περνά από τη ζεστασιά των αρχικών στίχων στην κεντρική ιδέα του θανάτου, ο πόνος της πεθαμένης αδερφής και η γλυκιά παρουσία της μάνας του Χριστού ενώνονται μυστικά και […] συμπυκνώνονται σε μια οργανική ενότητα» (Πολίτης, 1995: 239). Η επόμενη μεγάλη σύνθεση, το Πάσχα των Ελλήνων, παραμένει ατελείωτη. Αποτελεί ωστόσο μια από τις χαρακτηριστικότερες συνθέσεις του Σικελιανού, στην οποία ο ποιητής επιχειρεί τη σύνθεση παγανιστικών και χριστιανικών στοιχείων. Στο μεγαλύτερο τμήμα της εξιστορείται η ζωή της Μαρίας, από τη γέννησή της ώς τη σύλληψη και τη γέννηση του Χριστού, καθώς και η παιδική ηλικία του Ιησού. Αποσπάσματα της σύνθεσης δημοσιεύονται το 1919 και το 1920.
Δελφική Ιδέα
Αφίσα για την παράσταση του Προμηθέα Δεσμώτη των Πρώτων Δελφικών Εορτών
Το 1921 ο Σικελιανός συλλαμβάνει την ιδέα των Δελφικών Εορτών με σκοπό την ένωση όλων των ανθρώπων σε μια νέα πίστη που θα εξασφάλιζε πνευματική και ψυχική λύτρωση μέσα από την αναβίωση του αρχαίου ελληνικού πνεύματος. Συγγράφει το πρώτο μέρος του Δελφικού Λόγου υπό τον τίτλο Λόγος Σπερματικός. Τα χρόνια που ακολουθούν το ζεύγος Σικελιανού ετοιμάζεται πυρετωδώς για την πραγμάτωση του παραπάνω στόχου. Την Άνοιξη του 1925 πραγματοποιούν στους Δελφούς την πρώτη συγκέντρωση πνευματικών ανθρώπων για να τους ανακοινώσουν τα σχέδιά τους. Η ανταπόκριση των περίπου εκατό ανθρώπων που ακούνε τότε πρώτοι την παρουσίαση του μεγαλεπήβολου σχεδίου μοιράζεται ανάμεσα στον ενθουσιασμό και τη χλιαρή αντιμετώπιση.
Την άνοιξη του 1924 [=1925] εκαλέσαμε απ' την Αθήνα, Μαρούσι και Κηφισιά εκατόν περίπου μέλη της πνευματικής και διαλεκτικής κοινωνίας να 'ρθούν στους Δελφούς, στο μεγάλο Θέατρο ν' ακούσουν το Δελφικό σχέδιο: για το Δελφικό Πανεπιστήμιο και τις σχεδιαζόμενες Γιορτές. Αυτός ο κόσμος μπορεί να χάρηκε το τοπίο και το ταξίδι, όσο όμως για την ανταπόκριση στην ιδέα που τους προτείναμε θα μπορούσαμε εξ ίσου να είχαμε μιλήσει και σε ανδρείκελα. Από τότε κι όλας στην Αθήνα, το Δελφικό Σχέδιο ήταν ένας χλευασμός. Ωστόσο η δουλειά άρχισε και συνεχίστηκε επί τρία χρόνια (Σικελιανού, 1945: 1075).
Οι πρώτες γιορτές πραγματοποιούνται τελικά το Μάιο του 1927. Κεντρικό γεγονός της πρώτης μέρας (9 Μαΐου) αποτελεί η παράσταση του Προμηθέα Δεσμώτη του Αισχύλου σε μετάφραση του Ι. Γρυπάρη. Σημαντικό μέρος του βασικού διήμερου των εκδηλώσεων είναι οι γυμνικοί αγώνες, ενώ την τρίτη ημέρα το πρόγραμμα συνεχίζεται με λαϊκούς χορούς και εκθέσεις λαϊκής τέχνης. Ο ελληνικός τύπος, στο μεγαλύτερο μέρος του, δημοσιεύει ενθουσιώδεις περιγραφές των Δελφικών Εορτών, ενώ οι κινηματογραφικοί παραγωγοί αφοί Γαζιάδη, που έχουν εν τω μεταξύ ιδρύσει την εταιρεία Dag films, αποτυπώνουν κινηματογραφικά τα δρώμενα.
Από τις 8 έως τις 14 Δεκεμβρίου ο Σικελιανός δημοσιεύει στο Ελεύθερο Βήμα σειρά επτά άρθρων με γενικό τίτλο: «Δελφικός Λόγος-Η πνευματική βάση της Δελφικής Προσπάθειας», όπου διευκρινίζει τη στάση του απέναντι στα επαναστατικά κινήματα και τις θεωρίες της εποχής του. Την ίδια χρονιά το κλίμα των εορτών αποτυπώνεται και στην ποιητική σύνθεση Δελφικός λόγος. Η Εύα μεταβαίνει στην Αμερική με σκοπό τη διάδοση της δελφικής προσπάθειας.
Το 1930 πραγματοποιούνται οι δεύτερες Δελφικές Εορτές με το εξής πρόγραμμα: την πρώτη μέρα, περιήγηση στον αρχαιολογικό χώρο και παράσταση του Προμηθέα Δεσμώτη του Αισχύλου. Τη δεύτερη μέρα, επίσκεψη στη Βιοτεχνική Έκθεση και παράσταση του έργου Ικέτιδες του Αισχύλου. Οι προγραμματισμένοι για την τρίτη ημέρα αγώνες ματαιώνονται λόγω καιρικών συνθηκών. Ο αριθμός των ανθρώπων που παρακολούθησαν τα δρώμενα είναι κατά πολύ μεγαλύτερος εκείνου των πρώτων Δελφικών Εορτών. Το οικονομικό κόστος των Δελφικών Εορτών, που είχε αναλάβει σε μεγάλο βαθμό η Εύα, φέρνει το ζεύγος Σικελιανού σε δεινή κατάσταση. Έτσι, παρά τη λαμπρή τους επιτυχία, οι εκδηλώσεις δεν είναι δυνατό να επαναληφθούν. Οι Δελφικές Εορτές, παρόλο που δεν καθιερώθηκαν ως θεσμός και δεν βρήκαν συνεχιστές, αποτελούν σημαντικό σταθμό στην ερμηνεία και διδασκαλία της αρχαίας τραγωδίας στην Ελλάδα του 20ού αιώνα. Η πιο σημαντική προσφορά τους είναι η διαμόρφωση μιας νέας αντίληψης για το ανέβασμα της τραγωδίας.
Το 1933, μετά από άκαρπες προσπάθειες να επιτευχθεί κρατική οικονομική ενίσχυση του θεσμού, η Εύα αναχωρεί για την Αμερική σε μια προσπάθεια εξεύρεσης νέων πόρων και διάδοσης της Δελφικής Ιδέας. Το σχέδιο ωστόσο δεν θα τελεσφορήσει. Δεν επιστρέφει στην Ελλάδα παρά μόνο το 1952, όταν μαθαίνει για το θάνατο του Σικελιανού (1951). Η υποδοχή που της επιφυλάσσεται κατά την επίσκεψή της στους Δελφούς είναι θερμή. Εκεί, στη διάρκεια μιας παράστασης πεθαίνει από καρδιακή προσβολή και, σύμφωνα με την επιθυμία της, ενταφιάζεται στους Δελφούς.
Αγωνιστική ανταπόκριση στο κάλεσμα των καιρών
Τα χρόνια μετά το 1935 ο Σικελιανός, ωριμασμένος από το χρόνο και δοκιμασμένος από τη διάψευση των δελφικών οραμάτων του, φτάνει στην κορύφωση της τέχνης του γράφοντας μια σειρά από ποιήματα, που στα Άπαντά του αποτελούν το 1947 τον τόμο Λυρικά Β΄. Η φωνή του, κάπως χαμηλότονη σε σχέση με εκείνη του Αλαφροΐσκιωτου και των Συνειδήσεων, μοιάζει πιο προσωπική και τροφοδοτείται κάποτε από μια διάθεση σχεδόν εξομολογητική.
Γιατί δεν είπα: «εδώ η ζωή αρχίζει, εδώ τελειώνει…»
μα «αν είν' η μέρα βροχερή, σέρνει πιο πλούσιο φως…
μα κι ο σεισμός βαθύτερη τη χτίση θεμελιώνει,
τι ο ζωντανός παλμός της γης που πλάθει είναι κρυφός…»
νά που, ό,τι στάθη εφήμερο, σα σύγνεφο αναλιώνει,
νά που ο μέγας Θάνατος μου γίνηκε αδερφός!…
Το ποίημα «Γιατί βαθιά μου εδόξασα», από το οποίο αντλούνται οι παραπάνω στίχοι, γράφεται στις 27 Αυγούστου 1937. Η ποιητική «αδελφοποίηση» με το θάνατο γίνεται σε καίρια στιγμή του προσωπικού βίου, καθώς στα μέσα Σεπτεμβρίου ο Σικελιανός αντιμετωπίζει ένα σοβαρό καρδιακό επεισόδιο που τον ταλαιπωρεί για αρκετούς μήνες, και είναι χαρακτηριστική της νέας τροπής στην ποίηση του Σικελιανού. Κυρίως γιατί πρόκειται για μια αδερφοποίηση που δε σημαίνει απλή παραδοχή της θνητότητας, αλλά κρύβει το όραμα του επέκεινα και στοχεύει να οικοδομήσει μια γέφυρα με το υπερπέραν αναζητώντας, όπως το περιγράφουν οι πρώτοι στίχοι του αποσπάσματος, ―όχι την αρχή και το τέλος στη ζωή― αλλά τα πιο βαθιά της κύτταρα.
Το 1938 γνωρίζεται με την Άννα Καραμάνη, που δυο χρόνια μετά θα γίνει η δεύτερη σύζυγός του. Η μεγάλη ποιητική σύνθεση της εποχής είναι η Μελέτη θανάτου. Την ίδια περίοδο αρχίζει να γράφει και αργότερα να εκδίδει τις τραγωδίες του. Πρώτα τη Σίβυλλα. Το έργο «παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο κοινό σε δημόσια ανάγνωση, λίγες μόνο μέρες ύστερα απ' την έναρξη των εχθροπραξιών [1940], στο πλαίσιο της ενθουσιώδους κινητοποίησης του έθνους για τη στήριξη του μαχόμενου στρατού και τη χαλύβδωση του φρονήματος στα μετόπισθεν.» (Χατζηπανταζής, 1993: 113). Ακολουθούν ο Δαίδαλος στην Κρήτη, ο Χριστός στη Ρώμη, ο Θάνατος του Διγενή. Η τελευταία, ο Ασκληπιός, θα μείνει ατελείωτη. Οι περισσότερες έχουν αρχαιοελληνική θεματική και το χαρακτήρα λυρικών δραμάτων περισσότερο παρά έργων προς παράσταση. Στα Άπαντα του Σικελιανού συγκροτούν τρεις τόμους με τον τίτλο Θυμέλη.
Την κρίσιμη εποχή που ξεκινά για την Ελλάδα το 1941 ο Σικελιανός ανταποκρίνεται στο αίτημα των καιρών και ως ποιητής-οδηγός αναλαμβάνει την εμψύχωση του λαού επιχειρώντας μια «Έφοδο ύψους» σε έναν τελευταίο κύκλο ποιημάτων δημοσιευμένων κυρίως στη Νέα Εστία.
Όχι πια λόγια,
όχι τα μάταια, τα τριμμένα λόγια του Έπους!
Με τη λόγχη Σας μόνο,
με τη λόγχη Σας και με την ψυχή Σας,
με τη λόγχη Σας και με την ψυχή μας,
γυμνές και τις δυο,
ας ορμήσουμε χέρι με χέρι πιασμένοι,
στον υπέρτατο αντρίκιο χορό μας,
για την Έφοδο του Ύψους!
[«Κλεισούρα»]
Επωμιζόμενος το ρόλο του οδηγού σ' αυτή την «Έφοδο» ο ποιητής αποκαλύπτει στους επόμενους στίχους ότι σκοπός της ανάβασης είναι να απελευθερώσουν το «Πνέμα του Ανθρώπου», που προσωποποιημένο ως άλλος Προμηθέας είναι σταυρωμένο στην κορυφή. Όπως λοιπόν, θέλησε παλιότερα ο «Ηρακλής, απ' τον Άδη γυρίζοντας, […] να λυτρώσει τον Ήρωα, όμοια τώρα και Σεις, να λυτρώσετε πάτε το Πνέμα του Ανθρώπου». Με την υπόδειξη του σκοπού ο ρόλος της ποίησης τελειώνει:
Νά, Σας το 'δωσα τ' όνομα!
Μάταια τώρα, τα λόγια είναι τ' άλλα!
Φτάνουν πια,
Φτάνουν πια δω και μπρος, τ' άλλα λόγια, αδερφοί μου,
τα τριμμένα, τα μάταια τα λόγια, όποιου Έπους!
[«Κλεισούρα»]
Ο Σικελιανός από τη μεριά του διατυπώνει το αίτημα για μια ποίηση που θα προβάλλει ως ζητούμενο την ενότητα με την πράξη. Υπ' αυτή την έννοια δεν συναινεί επ' ουδενί σε μια εξύψωση της ποίησης ως τέχνης διανοητικά ανώτερης. Στους παραπάνω στίχους μάλιστα βλέπουμε να διαχωρίζει με τρόπο εμφατικό τη θέση του από μια ανάλογη αντίληψη. Το σύνθημα «έφοδος ύψους» παρωθεί όχι στη συγγραφή ή ανάγνωση μιας ποίησης που πληροί τις προϋποθέσεις ενός σημαντικού διανοητικού έργου, αλλά λειτουργεί προτρεπτικά προς μια ανύψωση της ζωής, που για τον Σικελιανό ισοδυναμεί με τον ενστερνισμό της προσδοκίας του ζην ποιητικά. Συνακόλουθα η αναζήτηση της οργανικής ενότητας είναι ο μόνος δρόμος να ανακτήσει η ποίηση το προνόμιο μιας οντολογικά έγκυρης γλώσσας, μιας γλώσσας που με τη διαμεσολαβητική-προφητική της ιδιότητα θα βοηθήσει στην ανάκτηση της πίστης στο μέλλον.
Η διαπλάτυνση της ποιητικής του απεύθυνσης αποδεικνύεται εύστοχη και βρίσκει ανταπόκριση.
Η μορφή του Αγγέλου Σικελιανού άρχισε τότε [1940] ν' αποκτά σιγά σιγά διαστάσεις υπερφυσικές […] Από στόμα σε στόμα η φήμη για την καρτερία του για την αντοχή του, το υψηλό ηθικό του μεγάλωνε, περνούσε σ' άλλα στρώματα πιο πλατιά, έπλαθε ξανά τον πνευματικό μύθο, που σαν από ένα ένστικτο αυτοσυντήρησης έδειχναν άξαφνα πάλι ν' αποζητάνε όλοι οι άνθρωποι (Ελύτης, 1987: 394).
Ο ποιητής που σε νεαρή ηλικία προκαλούσε το κοινό με την ασυνήθιστα πολυτελή για την εποχή πρώτη έκδοση του Αλαφροΐσκιωτου και τις έκτος εμπορίου εκδόσεις των περισσότερων έργων του, και έδειχνε να απολαμβάνει τον αριστοκρατισμό των γραμμάτων κάνει ολοφάνερα μια στροφή προς μια τέχνη κοινωνικά μαχητική και περισσότερο πρόσφορη στο ευρύ κοινό.
Την ενότητα ποίησης και πράξης την επιχειρεί ο ίδιος και σε άλλους τομείς: το Νοέμβριο του 1941 εντάσσεται στο ΕΑΜ. Συμμετέχει, το 1942, στην έκδοση της παράνομης εφημερίδας Ελευθερία. Κυκλοφορεί αντιστασιακά ποιήματα ανώνυμα σε μονόφυλλα πολυγράφου. Τέλος Μαΐου του 1942 κυκλοφορεί μυστικά η χειρόγραφη έκδοση Ακριτικά σε 100 αντίτυπα και το 1943 το Αντίδωρο, ανθολόγηση των ποιημάτων του επιμελημένη από τον ίδιο.
Το εξώφυλλο της έκδοσης των Ακριτικών το 1944, που ακολούθησε τη χειρόγραφη κυκλοφορία του 1942 στην Αθήνα. Η χειρόγραφη έκδοση στο Κάιρο (τυπωμένη σε τυπογραφείο της Αλεξάνδρειας) κυκλοφόρησε με αυτόγραφο πρόλογο, που έχει αποδοθεί στον Γ. Σεφέρη, στην πρωτοβουλία άλλωστε του οποίου (και του Αλέξανδρου Ξύδη) οφείλεται η έκδοση.
Είναι σαφές ότι ο Σικελιανός έχει βρει τον προσωπικό του τρόπο να ενστερνιστεί το παλιό ποιητικό παράγγελμα του Παλαμά να «μην καταφρονά την αγορά» (Βογιατζόγλου, 2005: 45-75). Η μετακίνηση αυτή δε θα έπρεπε βέβαια να ερμηνευθεί ως μια ολοκληρωτική αλλαγή ύφους. Άλλωστε, παρόλο που είναι βέβαιο ότι τουλάχιστον σε αυτή τη φάση επιδιώκει και πετυχαίνει μια πλατύτερη απήχηση, το κοινό δεν θα αποδεχτεί εύκολα τον ιδιότυπο μεταφυσικό οραματισμό του: τη δημοσίευση του «Προλόγου» στον Λυρικό Βίο στις σελίδες της Νέας Eστίας το Σεπτέμβριο του 1942 την ακολουθεί πλήθος επικριτικών δημοσιευμάτων. Ωστόσο ο Σικελιανός είναι έτοιμος, και η κρίσιμη ιστορικά στιγμή απολύτως κατάλληλη, για να διαδεχτεί τον επί μια πεντηκονταετία μεγάλο πρωταγωνιστή στην ελληνική πνευματική σκηνή, τον Κωστή Παλαμά, και να αναλάβει τον κρίσιμο ρόλο ενός «εθνικού ποιητή». Μ' αυτόν τον τόνο και σε ατμόσφαιρα εθνικού πένθους, στις 28 Φεβρουαρίου του 1943, απευθύνει στο μεγάλο νεκρό το γνωστό ποιητικό κατευόδιο: «Ηχήστε οι σάλπιγγες».
Η απελευθέρωση της Ελλάδας βρίσκει τον Σικελιανό 60 ετών. Τη χαιρετίζει συγκινημένος σε ένα θερμό λόγο που εκφωνεί από το Ραδιοφωνικό σταθμό Αθηνών στις 14 Οκτωβρίου 1944, δυο μέρες αφού αποχωρούν και οι τελευταίοι Γερμανοί από την Αθήνα ― το πρώτο μήνυμα της ελευθερίας. Δεν του απομένουν πολλά χρόνια ζωής. Χρωστάει ωστόσο μερικές μάχες ακόμα, μια για τη συναδέλφωση των Ελλήνων: το 1947 από το βήμα της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών εκφωνεί έναν λόγο-έκκληση για τη συμφιλίωση των πνευματικών ανθρώπων της χώρας. Στα 1950 παθαίνει ένα οξύ εγκεφαλικό επεισόδιο. Είναι η αρχή του τέλους. Το Μάιο του 1951 εισάγεται στο νοσοκομείο δηλητηριασμένος από λήψη λάθος φαρμάκου. Κατά τη διάρκεια της θεραπείας πεθαίνει στις 19 Ιουνίου στην κλινική «Παμμακάριστος».
Το Βραβείο Νόμπελ δεν το πήρε ποτέ. Είναι πάντως εντυπωσιακό ότι κατά την υποψηφιότητά του υποστηρίχθηκε από πνευματικούς ανθρώπους όπως ο Πωλ Κλωντέλ, ο Αντρέ Ζιντ, ο Χένρι Μίλερ και έγινε στόχος των φανατικών Ελλήνων. Ούτε ακαδημαϊκός έγινε. Η αναγνώριση του έργου του, αν και υπήρξε ευρύτατη, εμποδίστηκε πάντα από τη δυσκολία πρόσληψης του ιδιότυπου μεταφυσικού του οράματος. Ο ίδιος όμως ενέταξε το έργο του σ' αυτό το όραμα και έζησε σαν ποιητής: έναν βίο λυρικό.
Αγγέλα Γιώτη
© 2014 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Σημαντικό υλικό, κυρίως για τον «Συγκριτικό χρονολογικό πίνακα», έχει αντληθεί από το Μπουρναζάκης, 2006. Για τις βιβλιογραφικές πηγές που δεν δηλώνονται εντός του κειμένου βλ. την ενότητα Εργογραφία-Βιβλιογραφία. Οι παραπομπές Πολίτης 1995, Σικελιανός 2000 και Σικελιανός 2005 αναλύονται ως εξής:
Πολίτης, Λ. 1995. Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. 8η έκδ. Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ.
Σικελιανός, Α. 2000. Γράμματα. Φιλολογική επιμέλεια Κ. Μπουρναζάκης, Αθήνα: Ίκαρος. Α΄ (1902-1930).
---. 2005. «Βιογραφικόν σημείωμα Άγγελου Σικελιανού», Νέα Εστία 1781: 220.