Δίγλωσσο γλωσσάριο όρων εφαρμοσμένης γλωσσολογίας

Επιλογές αναζήτησης

 

16 εγγραφές [1 - 10]
βαθμολογία [marking]
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
134
βαθμονομώ [calibrate]

Καθορίζω το επίπεδο ενός τεστ αναφορικά με το επίπεδο δυσκολίας του και την κοινή κλίμακα δυσκολίας που το συγκεκριμένο τεστ παρουσιάζει. Οι βαθμοί που παίρνει ένας μαθητής σ' ένα βαθμονομημένο τεστ δείχνουν το επίπεδο δυσκολίας στο οποίο βρίσκεται ο συγκεκριμένος μαθητής αναφορικά με την καθορισμένη κλίμακα.

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
4
βαθμός [mark]
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
60
βαθμός δεξιότητας [degree of skill]
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
10, 91, 94, 95 175 21, 22, 152, 154
βαθμός δυσκολίας [degree of difficulty]
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
166
βαθμός ευγένειας [politeness convention]
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
21
βαθμός ικανότητας [ability degree]
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
26, 157
βαθμός κοινωνικοπολιτισμικής ικανότητας [degree of sociocultural ability]
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
159
Βασικό Επίπεδο [Threshold Level]
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
νi 9, 10, 13, 1, 20, 25, 27, 48, 49
βιβλίο [textbook]
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
42, 135, 138, 174, 178
< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες