δεσμευμένο μόρφημα [bound morpheme]

δεσμευμένο μόρφημα [bound morpheme]

Ο όρος χαρακτηρίζει ένα μόρφημα ως προς την αυτονομία του και αναφέρεται στα μορφήματα τα οποία δεν μπορούν να εμφανιστούν μόνα τους στον λόγο (όπως τα ελεύθερα ), αλλά εμφανίζονται πάντοτε σε συνδυασμό με άλλα. Π.χ. το στερητικό α [a], το ος [os] (που δηλώνει αρσενικό γένος ενικού αριθμού, πτώσης ονομαστικής) και το γραφ [γraf] (που δηλώνει τη σημασία 'γράφω') δεν εμφανίζονται μόνα τους στον λόγο, αλλά πάντοτε σε συνδυασμό με άλλα όπως π.χ. στο άγραφος. Στα ελληνικά δεσμευμένα μορφήματα μπορεί να είναι και τα λεξικά και τα γραμματικά μορφήματα . (Βλ. και μόρφημα).

Μ. Θεοδωροπούλου

Πηγές

  • Κρύσταλ Ντ. 2000. Λεξικό γλωσσολογίας και φωνητικής. Μτφρ. Γ. Ξυδόπουλος. Αθήνα: Πατάκης.
  • Παυλίδου, Θ. 1999. Επίπεδα γλωσσικής ανάλυσης. 2η έκδ. Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής.

 

Πεδίο

μορφολογία