αναλογία [analogy]
αναλογία [analogy]
Το φαινόμενο κατά το οποίο ένα στοιχείο της γλώσσας τροποποιείται με βάση γλωσσικά σχήματα που προϋπάρχουν σε αυτή· π.χ. η αρχαία ελληνική λέξη σκιά μετασχηματίστηκε σε ίσκιος κατ' αναλογία προς το ήλιος. Η ιστορική γλωσσολογία έχει δείξει ότι η αναλογία είναι ένας από τους βασικότερους μηχανισμούς εξέλιξης κάθε γλωσσικού συστήματος , καθώς δημιουργεί συνεχώς νέες μορφές, οι οποίες έχουν τη δυνατότητα να υπερισχύσουν και να αντικαταστήσουν τις παλαιότερες από τις οποίες προέκυψαν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο αναλογικός σχηματισμός της (ήδη μεσαιωνικής) ονομαστικής πατέρας που αντικατέστησε την αρχαία ονομαστική πατήρ. Στον σχηματισμό αυτό καθοριστικό ρόλο έπαιξε η αρχαία αιτιατική ενικού τὸν πατέρα που, με βάση την αναλογία, εμφανίστηκε κατά την ελληνιστική εποχή ως τὸν πατέραν αναλογικά προς τα ουσιαστικά της α΄ κλίσης· π.χ. τὸν ταμίαν.
Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα (http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Lexiko/lexiko_n.htm)