lingua franca
lingua franca
Η γλώσσα που χρησιμοποιείται ως μέσο επικοινωνίας μεταξύ ομιλητών που δεν έχουν κοινή μητρική γλώσσα. Ως συνώνυμοι χρησιμοποιούνται κάποτε και οι όροι κοινή, βοηθητική γλώσσα ή γλώσσα συνεννόησης. Ο όρος είναι ιταλικός και κυριολεκτικά σημαίνει 'γαλλική γλώσσα'. Αρχικά αναφερόταν σε μια νεολατινική ποικιλία που μιλιόταν στη βόρεια ακτή της Μεσογείου (μεταξύ Μασσαλίας και Γένοβας), πρόγονο της σύγχρονης ιταλικής και της προβηγκιανής. Υιοθετήθηκε ως βοηθητική γλώσσα από τους Σταυροφόρους που μιλούσαν διαφορετικές γλώσσες και αναμείχθηκε με αραβικά, ελληνικά, ισπανικά και άλλα στοιχεία. Η γλωσσική αυτή ποικιλία δεν επιβίωσε, αλλά ο όρος παρέμεινε και αναφέρεται σήμερα σε κάθε γλώσσα που επιτελεί ανάλογη λειτουργία. Σήμερα καλύπτει τόσο φυσικές γλώσσες, όπως η ελληνιστική κοινή, η λατινική, η αγγλική, που χρησιμοποιήθηκαν ή χρησιμοποιούνται ως γλώσσες συνεννόησης, όσο και τεχνητές, όπως η εσπεράντο.
Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα (http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Lexiko/lexiko_n.htm)