γενετική συγγένεια [genetic relationship]
γενετική συγγένεια [genetic relationship]
Η συγγένεια μεταξύ ορισμένων γλωσσών που οφείλεται στην κοινή τους προέλευση από μια γλωσσική πρόγονο (η οποία ονομάζεται πρωτογλώσσα ή παραδοσιακά μητέρα-γλώσσα), και όχι σε δανεισμούς (επαφή γλωσσών) ή σε καθολικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης γλώσσας. Η απόδειξη της συγγένειας μεταξύ γλωσσών και η αναγωγή τους σε μια κοινή μητέρα-γλώσσα γίνεται με βάση τις μεθόδους της ιστορικής γλωσσολογίας . Η μητέρα-γλώσσα μπορεί να είναι μαρτυρημένη (όπως η λατινική σε σχέση με τις νεολατινικές γλώσσες, τη γαλλική, την ισπανική, την ιταλική, την πορτογαλική, τη ρουμανική κλπ.) ή αμάρτυρη, οπότε αποκαθίσταται με τις μεθόδους της ιστορικής γλωσσολογίας (όπως η πρωτοϊνδοευρωπαϊκή σε σχέση με τις ινδοευρωπαϊκές, την αρχαία ελληνική, τη χεττιτική, την αρμενική, τη λατινική, την ινδική, την ιρανική, την τοχαρική, τη λιθουανική, τις σλαβικές γλώσσες, τις κελτικές γλώσσες, τις γερμανικές γλώσσες κλπ.).
Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα (http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Lexiko/lexiko_n.htm)