Διδακτικά Βιβλία του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου
ΔΕΙΓΜΑ 7
ΣΟΥΦΛΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟ
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
Στο ερευνητικό πλαίσιο της τοπικής ιστορίας η εξέταση των σχέσεων των εκπαιδευτικών θεσμών ή ιδρυμάτων με την κοινωνία είναι κατά κανόνα εξαιρετικά παραγωγική. Αυτό ισχύει και στην περίπτωση των σχολικών projects τοπικής ιστορίας, στα οποία η συγκριτικά με άλλες πηγές ευχερέστερη πρόσβαση στο σχολικό υλικό έχει αναδείξει την «ιστορία του σχολείου» σε δημοφιλέστατο θέμα για εκπαιδευτικούς και μαθητές. Είναι γεγονός ότι το σχολείο, με το σωζόμενο από το παρελθόν υλικό, φωτογραφίες μαθητικών εκδηλώσεων, τα παλαιά διδακτικά βιβλία, τη βιβλιοθήκη του, κυρίως όμως το αρχείο του, αποτελεί σημαντικότατη πηγή πληροφόρησης, όχι μόνο για το παρελθόν της σχολικής μονάδας ή την ιστορία της εκπαίδευσης, αλλά και για την ιστορία της τοπικής κοινωνίας. Τα έγγραφα του σχολικού αρχείου περιλαμβάνουν τεράστια ποσότητα πληροφοριών για τη διοίκηση, τα προγράμματα, το διδακτικό προσωπικό, τις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις και το πλαίσιο εφαρμογής τους, τα αποτελέσματα εξετάσεων, τις αυξομειώσεις του μαθητικού πληθυσμού, καθώς και ειδικότερες πληροφορίες σχετικές με συμβάντα της σχολικής ζωής και της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Το σχολικό αρχείο περιλαμβάνει, επίσης, και τα εκάστοτε προβλεπόμενα από τη νομοθεσία βιβλία, τα οποία, καθώς είναι ειδολογικά και χρονολογικά ταξινομημένα, επιτρέπουν στο μαθητή-ερευνητή να διαχειριστεί το περιεχόμενο τους με σχετική ευκολία. Πέρα όμως από την ιστορία της σχολικής μονάδας, οι σχετικές πληροφορίες είναι δυνατόν να αξιοποιηθούν για τη διερεύνηση ευρύτερων θεματικών τοπικής ιστορίας, καθώς το σχολικό αρχείο, που αναφέρεται σε πρόσωπα, μέλη της τοπικής κοινωνίας παρέχει ενδιαφέρουσες πληροφορίες για το παρελθόν της κοινωνίας αυτής και της διαλεκτικής που αναπτύσσεται ανάμεσα σ' αυτήν και το σχολείο. Επιλέγοντας εντούτοις το σχολικό αρχείο ως πηγή για τη μελέτη του παρελθόντος της τοπικής κοινωνίας, είναι αναγκαίο να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η αποτελεσματικότητα της μελέτης του ρόλου των εκπαιδευτικών θεσμών και ιδρυμάτων εξαρτάται από το μέγεθος της «μονάδας τοπικής ιστορίας» που επιδιώκουμε να μελετήσουμε. Πράγματι, στο πλαίσιο ενός σχολικού σχεδίου εργασίας δεν είναι εύκολο να τεκμηριωθεί με ασφάλεια ο ρόλος ενός σχολείου στην κοινωνική διαμόρφωση ενός μείζονος αστικού κέντρου, δεδομένου ότι, πέρα από την εκπαίδευση, πολυάριθμοι άλλοι παράγοντες συντελούν στη διαμόρφωση αυτή. Όπως εξάλλου έχει επισημάνει ο A. Rogers, κατά την προσέγγιση εκπαιδευτικών θεσμών στο πλαίσιο της τοπικής ιστορίας τα τεκμήρια για ένα μέσο χωριό είναι σπάνια, ενώ για τη μεγάλη πόλη είναι συχνά πολυάριθμα και δύσκολα διαχειρίσιμα. Για το λόγο αυτό και προκειμένου να αναδεικνύονται γλαφυρά οι σχέσεις εκπαίδευσης-κοινωνίας, σκόπιμο είναι το σχολικό project να αναφέρεται σε μια μεσαίου μεγέθους κοινότητα. Λαμβάνοντας υπόψη την προϋπόθεση αυτή και προκειμένου να παρουσιάσουμε ένα δείγμα προσέγγισης του σχολικού αρχείου, επιλέξαμε το Σουφλί, μια πόλη της οποίας το μέγεθος ανταποκρίνεται στις προαναφερθείσες προδιαγραφές. Κατά την περίοδο της οικονομικής ακμής, όταν η «πόλη του μεταξιού» διαμόρφωνε αστικά χαρακτηριστικά, σημαντική υπήρξε και η ανάπτυξη φορέων παιδείας και πνευματικής ζωής. Ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα λειτουργούσε αλληλοδιδακτικό σχολείο, του οποίου οι δάσκαλοι μισθοδοτούνταν από την τοπική Κοινότητα, ενώ λίγο αργότερα, περί το 1860, άρχισε τη λειτουργία της η Αστική Σχολή, που στεγάστηκε στο κτίριο του σημερινού Β' Δημοτικού Σχολείου. Η Σχολή διέθετε δανειστική βιβλιοθήκη και από το 1900 διδασκόταν εκεί και η μουσική. Από το 1878 είχε συσταθεί ο Θεατρικός Όμιλος Σουφλίου, τα μέλη του οποίου συμμετείχαν σε παραστάσεις ως ηθοποιοί. Παράλληλα, από τις αρχές της δεκαετίας του 1880 λειτούργησε το Παρθεναγωγείον Σουφλίου, το οποίο στεγάστηκε στο κτίριο του σημερινού Α' Δημοτικού Σχολείου. Το 1903 το φιλολογικό περιοδικό Φιλόκαλος Πηνελόπη της Κωνσταντινούπολης είχε στο Σουφλί 34 συνδρομητές, και φυσικά πολύ περισσότερους αναγνώστες, περισσότερους από άλλα αστικά κέντρα της Θράκης, στοιχείο ενδεικτικό ενός υψηλού μορφωτικού επιπέδου στην πόλη και του προοδευτικού χαρακτήρα του τοπικού πληθυσμού. Κατά την περίοδο 1905-1922 οι αλλεπάλληλες μεταβολές κυριαρχίας, οι πολεμικές συγκρούσεις και η γενικότερη ανασφάλεια είχαν τον αντίκτυπο τους και στα εκπαιδευτικά πράγματα του Ελληνισμού της Θράκης. Εντούτοις, ακόμα και τότε ο αριθμός των μορφωμένων Σουφλιωτών εξακολουθούσε να είναι αξιόλογος. Την εποχή μάλιστα αυτή ένας νέος Θεατρικός Όμιλος της πόλης ανεβάζει έργα εθνικού περιεχομένου, ενώ ενδεικτική της φιλομάθειας των Σουφλιωτών είναι και η κατά το 1910 ίδρυση του Λαϊκού Αναγνωστηρίου, το οποίο το επόμενο έτος μετονομάστηκε σε Αναγνωστήριον η Ροδόπη. Όταν με τη Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως (16/29 Σεπτεμβρίου 1913) η Δυτική Θράκη επιδικάστηκε στη Βουλγαρία, οι απελάσεις των Ελλήνων από την ενδοχώρα της Ανατολικής Θράκης (Βιζύη, Τυρολόη, Σαράντα Εκκλησιές, Αδριανούπολη, Μάλγαρα κτλ.) οδήγησαν τους περισσότερους (115.000, σύμφωνα με στατιστική του Πατριαρχείου του 1914) στην ελεύθερη Ελλάδα, ενώ άλλοι εγκαταστάθηκαν σε περιοχές της Δυτικής Θράκης με ελληνικό πληθυσμό.
Μετά τη συνθήκη των Σεβρών, με την οποία η Δυτική Θράκη ενσωματώθηκε στον εθνικό κορμό, συνεχίζεται η παράδοση που ήθελε την πόλη κέντρο εκπαίδευσης της ευρύτερης περιοχής. Τότε λειτούργησε το Γυμνάσιο, το οποίο αρχικά στεγάστηκε στην οικία Δαούλα και λίγο μετά την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης (Ιούλιος 1923) μεταστεγάστηκε, λόγω μεγάλου αριθμού μαθητών, στο κτίριο που είχαν ανεγείρει το 1906 για τη στέγαση του τελωνείου οι Γάλλοι. Η δημιουργία στη Θράκη ελληνικών δημόσιων σχολείων, όπως του Γυμνασίου Σουφλίου, έδωσε στον τοπικό πληθυσμό τη δυνατότητα να προσδιορίσει το μέλλον των παιδιών του στο πλαίσιο των ευρύτερων προσανατολισμών της ελλαδικής κοινωνίας. Έκτοτε, πολλοί απόφοιτοι του Γυμνασίου του Σουφλίου θα διακριθούν στο χώρο της επιστήμης, της τέχνης, των επιχειρήσεων, αλλά και σε δημόσιες θέσεις, όπως προκύπτει από την εξέταση των μαθητολογίων των επόμενων ετών, όπου συναντούμε πολλά γνωστά ονόματα της δημόσιας ζωής της χώρας.