Εφημερίδα "Τα Νέα"
Από την πόλη στην πόλωση
Έχω την εντύπωση πως το έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Τα τέσσερα πόδια του τραπεζιού» δεν ήταν ποτέ πιο επίκαιρο, πιο καίρια επιλεγμένο από τη σημερινή συγκυρία.
Είναι πράγματι δώρο εξ ουρανού πως αυτό το έργο διάλεξε ο Σπύρος Ευαγγελάτος να παρουσιάσει τώρα στο «Αμφιθέατρο» ως πρώτο νεοελληνικό έργο του αιώνα που πέρασε αφού έως τώρα, παραχωρώντας αυτό το προνόμιο σε άλλους συναδέλφους του, είχε με κύρος, γνώση, μεράκι και φαντασία ειδικευθεί στη χαρτογράφηση ενός άγνωστου θεατρικού πλανήτη, που ήταν η θεατρική ελληνική δημιουργία από τον 15ο αιώνα έως το τέλος του 19ου μ.Χ. αιώνα.
Το έργο του Καμπανέλλη είναι μια ιδιοφυής, καταλυτική σατιρική αλληγορία, που αξίζει κανείς να αναλύσει τη βάση της ιδέας η οποία την γέννησε και γι' αυτό επιλέγω αυτήν τη θέση όπου, πέρα από τη θεατρική επικαιρότητα, αποπειρώμαι να προσεγγίζω έργα, συμπεριφορές, αξίες ή απαξίες που χρήζουν μιας ιδιαίτερης προσοχής και επισήμανσης. Όσο περνούν οι αιώνες, η αριστοτελική διαπίστωση πως ο άνθρωπος είναι φύσει πολιτικόν ζώον γίνεται βεβαιότητα και η βεβαιότητα αυτή στερεώνεται περισσότερο όσο διαπιστώνουμε με τη σειρά μας οι γενιές των ανθρώπων πόσο μας καταθλίβει, μας καταδαμάζει κάθε φορά η όποια ενέργεια που υπονομεύει, καταδολιεύεται την επιτακτική αυτή όρεξη, τας αστυνόμους οργάς, όπως έγραφε ο Σοφοκλής, τη δίψα του ανθρώπου για κοινωνία, για συνοχή, για συγκρότηση πολιτικών σχηματισμών και τη θεμελίωση θεσμών που να εγγυώνται το πολιτεύεσθαι.
Σύμβολο αυτής της περί έναν Πόλο πόλωσης, έναν βωμό, μια αναμμένη εστία. Αυτή η φωτιά, η πυρά γύρω από την οποία συγκεντρωνόταν η πατριά, η φατρία, το σόι, η οικογένεια, αυτό το δώρο του Προμηθέα, ήταν ένα είδος αμπάριζας, απ' όπου έπαιρναν δύναμη και κύρος οι άνθρωποι της πατριάς. Η φωτιά εργαλείο, φωτισμός, άμυνα, δημιουργική ενέργεια. Γύρω από τη φωτιά όπου ψηνόταν το φαγητό, οι συγγενείς κατέθεταν τα προϊόντα του κυνηγιού, αφηγούνταν τις εμπειρίες της ημέρας, οι νεώτεροι λογοδοτούσαν, οι γέροντας συμβούλευαν και οι μητέρες μοίραζαν, σε εκείνην την πρώτη οικονομική κοινότητα, κατά την Ανάγκην κι όχι κατά την προσφορά. Ο αδύνατος, ο ασθενής, ο γέροντας είχαν το καλύτερο μερίδιο τροφής.
Η εξέλιξη αυτού του συμβόλου είναι η ιστορία της ανθρωπότητας. Κάποτε η εστία μετατοπίστηκε, κλείστηκε μέσα στα Μέγαρα, σε περιτοιχισμένες αυλές με αίθρια, ύστερα μπήκε στο φοβικό καθιστικό και με τον καιρό έγινε τραπέζι, όπου η οικογένεια συγκεντρωνόταν για να πει τα μυστικά της, να καταστρώσει την άμυνά της, να συνωμοτήσει ενάντια στον γείτονα, να τροχίσει τα μαχαίρια και να μοιράσει ο πάτερ φαμίλιας τα οικογενειακά κέρδη. Με τον καιρό ιδρύθηκε η Τράπεζα, μια ισχυρή οικονομική φερέγγυα δύναμη εξουσίας.
Ο Καμπανέλλης στη θέση του οικογενειακού τραπεζιού έχει βάλει έναν ετοιμοθάνατο. Σύμβολο του παντοδύναμου Κεφαλαίου, αυτός ο ετοιμοθάνατος είναι ολόκληρη η ιστορία του καπιταλισμού, έως τις ημέρες μας. Με σατιρική οιστρήλατη δραματουργική γραφή, ο Καμπανέλλης σκιαγραφεί με βαθιές χαράξεις τον τυπικό αυτόν συμβολικό εκπρόσωπο του παγκοσμιοποιημένου Κεφαλαίου. Αναγγέλλεται αιώνες τώρα ο προσεχής θάνατός του αλλά, σε μια νάρκη βυθισμένο, αντλεί δυνάμεις από την πείρα του, μεταμορφώνεται, μεταστοιχειώνεται, αυτοχρηματοδοτείται, υποκρίνεται το νεκρό, αλλά συντηρείται σε μια νεκροφάνεια από την οποία κάθε τόσο ζωντανεύει. Γύρω του οι «κληρονόμοι» σαν τα κοράκια αδημονούν να διαρπάσουν τα κομμάτια του, να μοιραστούν τη λεία, να λαφυραγωγήσουν το αλωμένο κάστρο. Συνωμοτούν, συμμαχούν συγκροτώντας ανίερες συμμαχίες, συκοφαντούν, ταπεινώνονται, αλληλοϋπονομεύονται, απειλούν, εξευτελίζονται φτάνει να καρπωθούν και να ξεπουλήσουν ό,τι ο «πεθαμένος» συσσώρευσε κλέβοντας, απατώντας, εκμεταλλευόμενος, εκβιάζοντας και, συχνά, δολοφονώντας.
Ο Καμπανέλλης την αλληγορία του αυτή την απεικονίζει σε μια μεγαλοαστική οικογένεια, σε ένα από τα περίφημα τζάκια, και με αυτόν τον τρόπο επεκτείνει τον στοχασμό του και πάνω σ' αυτό τον κοινωνικό και χωρίς αμφιβολία ηθικό θεσμό, διαπιστώνοντας πως από ζωτικό κύτταρο του κοινωνείν κατήντησε με την τριβή και τη σκοπιμότητα κύτταρο καρκινικό, αφού στο κέντρο κάθε οικογένειας στρογγυλοκάθεται πια η απληστία, το κέρδος και το συμφέρον. Από τότε που η εστία έγινε φέρετρο και αντί για πόλο έλξεως των μελών της πατριάς έγινε βατήρας για ατομική ευδοκίμηση, η οικογένεια είναι μια πυκνή συμπερίληψη του πολέμου ως πατρός των πάντων. Τώρα η μοιρασιά γίνεται με κριτήριο την προσφορά, τα περισσότερα τα παίρνει όποιος διαθέτει ισχύ, όπλα, κοινωνική επιφάνεια, συμμαχίες και πλαστή δημόσια εκτίμηση. Ο αδύνατος, αν δεν ευνοηθεί από την επιδειξιμανή φιλανθρωπία του δυνατού, ψοφάει.
Ο Καμπανέλλης, όμως, προχωρεί βαθύτερα. Διαπιστώνει πως η αχορτασία και η αδηφαγία, το κερδαλεόφρον πνεύμα δημιούργησαν ένα μείζον αδιέξοδο. Απασχολημένοι οι «κληρονόμοι» με το προς διανομήν ψοφίμι ολιγώρησαν και τα παιδιά τους οι δικοί τους κληρονόμοι είναι βουτηγμένοι στα ναρκωτικά, στην ασέλγεια, στην αναρχία και στην αηδία ζωής. Έχοντας χάσει το μέλλον, λοιπόν, δεν έχουν άλλη διαφυγή παρά να μυθοποιήσουν το πτώμα, να συντηρήσουν έστω με φορμόλη το πανούργο ετοιμοθάνατο Κεφάλαιο και να θεοποιήσουν το παρελθόν.
Ο Καμπανέλλης, κατά τη γνώμη μου, με τα «Τέσσερα πόδια του τραπεζιού» έγραψε πριν από 25 χρόνια ένα δυνατό, αιχμηρό, τολμηρό και ως γραφή πανέξυπνο έργο. Μια καίρια σάτιρα, όχι μόνο της νεοελληνικής κοινωνίας. Επειδή το Κεφάλαιο, η οικογένεια, τα ήθη και οι αξίες απανταχού του Δυτικού Κόσμου αλληλοστηρίζονται και το ένα παράγει το άλλο, έγραψε μια αλληγορία που αποκαλύπτει και ξεγυμνώνει τον δυτικό φιλελευθερισμό. Όσον αφορά την κοινωνία μας, πάντως, το έργο φαντάζει προφητικό, αφού 25 χρόνια πριν προαναγγέλλει το φιάσκο του χρηματιστηρίου, τα οικονομικά σκάνδαλα των παραδοσιακών οικονομικών τζακιών, την έκλυση των ηθών ιδιαίτερα στην εγκαταλελειμμένη απ' όλους νεολαία κ.λπ.
Ο Ευαγγελάτος έδειξε πως το δαιμόνιο που διαθέτει, για έργα κυρίως αμφίσημα και ειρωνικά, τον οδήγησε να ανακαλύψει μέχρι κεραίας τα σατιρικά υφάδια του Καμπανέλλη. Μέσα σ' ένα αρκούντως ειρωνικό σκηνικό, όπου το αστικό σαλόνι συγχέεται με την απαστράπτουσα λευκότητα του χειρουργείου της Αγνής Ντούτση, καθοδήγησε τους ηθοποιούς του να λειτουργήσουν με καλπάζοντες ρυθμούς που αξιοποιούσαν την πρεμούρα για κέρδος και τη δίψα για απάτη των ανυπόμονων «κληρονόμων».
Ο Ευαγγελάτος σεβάστηκε το κείμενο του Καμπανέλλη και το αντιμετώπισε με τον ίδιο οίστρο που σκηνοθέτησε τις κρητικές κωμωδίες και τις τραγωδίες του Ευριπίδη.
Ο θίασος του «Αμφιθεάτρου» (παλιότεροι έμπειροι και νεώτατοι ηθοποιοί) λειτούργησε σαν μια καλοκουρδισμένη μηχανή, που παρήγαγε συνεχώς παφλάζουσες σκηνές σάτιρας, καρικατούρας και κριτικής χλεύης.
Η Μαρία Κωνσταντάρου και η Χριστίνα Κουτσουδάκη έπλασαν δύο τύπους αξιοσημείωτους. Με στακάτους ρυθμούς, με έξοχες παύσεις, με λιτή αλλά αδρή χάραξη της καρικατούρας δίνουν τον γενικό τόνο. Ο Γιώργος Κροντήρης δίνει ρέστα, αναδεικνύεται σ' έναν ευφάνταστο, καίριο, ώριμο και εύστοχο κωμικό καρατερίστα, με βάθος και ουσία. Ο Νίκος Παπαδόπουλος είναι ηθοποιός με αποτελεσματική τεχνική, έντονη παρουσία και αξιοσημείωτο έλεγχο. Ο Κουρλαμπάς εξελίσσεται (και μάλιστα σε δύσκολο ρόλο) σε αξιόλογο σολίστα, ο Μπούγος σε μια πολύ καλή στιγμή. Η Σοφία Φαραζή επιβεβαιώνει τις πρώτες εντυπώσεις ότι έχει στρωμένο δρόμο μπροστά της. Οι Μάρος, Βενιάδης, Γεωργίου και Μαρκόπουλος, με τις εύστοχες πινελιές τους, συμπληρώνουν τον θαυμάσιο πίνακα.