Εφημερίδα "Τα Νέα"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Βιβλιοδρόμιο :: Κριτική βιβλίου

( ο γίγαντας εναντίον του σκιάχτρου :: 15-02-2003) 

Ο γίγαντας εναντίον του σκιάχτρου

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ

Έχει χαρακτηριστεί ως «ο γίγαντας της Λιουμπλιάνας». Διεθνή ακροατήρια τον έχουν ψηφίσει ως τον απολαυστικότερο ομιλητή. Ο Τέρρυ Ήγκλετον, ο γνωστός μαρξιστής κριτικός λογοτεχνίας, έχει πει γι' αυτόν ότι είναι ο λαμπρότερος θεωρητικός της κουλτούρας που εμφανίστηκε στην Ευρώπη τις τελευταίες δεκαετίες.

Ο λόγος για τον Σλοβένο Σλάβοϊ Ζίζεκ, 54 ετών σήμερα, διδάκτορα φιλοσοφίας και ψυχανάλυσης, ερευνητή στο Ινστιτούτο Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Λιουμπλιάνας, συγγραφέα άνω των δέκα βιβλίων, αρκετά από τα οποία πολυμεταφρασμένα. Η γοητεία που εξασκεί ο λόγος του είναι ευεξήγητη, γιατί, αν και δεν παραιτείται καθόλου από μια δύσκολη τεχνική ορολογία, είναι ασυνήθιστα ζωντανός, γεμάτος σπινθηροβόλες παρατηρήσεις, προκλητικές (καμιά φορά, βέβαια, εξεζητημένες) παραδοξολογίες, εύγλωττα ιστορικά ανέκδοτα, πειστικά όσο και συναρπαστικά παραδείγματα από διάφορες μορφές τέχνης, προπαντός τον κινηματογράφο (ένα μεγάλο πάθος του Ζίζεκ). Επίσης, είναι γεμάτος αντιφάσεις, αυτό όμως είναι άλλο ζήτημα.

Λιγότερο ευνόητη είναι η πλατιά, όπως φαίνεται, αποδοχή του Ζίζεκ ως θεωρητικού του σύγχρονου πολιτισμού, και ιδιαίτερα ως πολιτικού στοχαστή. Γιατί η σκέψη του, ένα κράμα εγελιανής διαλεκτικής, μαρξικής κοινωνιολογίας και λακανικής ψυχανάλυσης, δεν ανήκει καθόλου στο μεταμοντέρνο διανοητικό mainstream της εποχής μας. Αναβαπτίζοντας μάλιστα τον μαρξισμό στη λακανική κολυμπήθρα του Σιλωάμ, ο Ζίζεκ επιτίθεται στον μεταμοντερνισμό χρησιμοποιώντας συχνά τα ίδια του τα όπλα. Η ουσία της κριτικής του είναι ότι οι στερεότυπες μετανεωτερικές αναλύσεις της «μεταβιομηχανικής κοινωνίας» ή της «κοινωνίας της πληροφορίας» συγκαλύπτουν τις πραγματικές αλλαγές που συντελούνται στην υλική παραγωγή και στις παραγωγικές σχέσεις. Αν π.χ. οι ΗΠΑ παρουσιάζονται σήμερα ως χώρα στελεχών επιχειρήσεων, χρηματομεσιτών, υπηρεσιών, παραγωγής λογισμικού κ.λπ., είναι επειδή η «εξαφανισμένη» εργατική τάξη της επανεμφανίζεται στην Κίνα, όπου ένα μεγάλο ποσοστό αμερικανικών προϊόντων κάθε λογής κατασκευάζεται υπό συνθήκες ιδανικές για την καπιταλιστική εκμετάλλευση: χωρίς απεργίες, με χαμηλούς μισθούς, με περιορισμένη ελευθερία κίνησης του εργατικού δυναμικού.

Το "Μίλησε κανείς για ολοκληρωτισμό;" είναι από τα πιο πρόσφατα βιβλία του Ζίζεκ (πρωτοκυκλοφόρησε το 2001 στα αγγλικά) και το πρώτο που μεταφράζεται στη γλώσσα μας. Η κεντρική θέση του είναι ότι ο ολοκληρωτισμός αποτελεί ένα αρνητικό ιδεολόγημα με συντηρητική λειτουργία, ότι επισείεται σαν σκιάχτρο για να αποτραπεί κάθε ουσιαστική πολιτική αμφισβήτηση της νεοφιλελεύθερης τάξης πραγμάτων. Το να μιλήσουμε, βέβαια, εδώ για κεντρική θέση είναι τρόπος του λέγειν, και ενδεχομένως παραπλανητικός τρόπος του λέγειν, γιατί είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ζίζεκ αρθρώνει τον αντι-μεταμοντέρνο λόγο του με τυπικά μεταμοντέρνο τρόπο: φυγόκεντρα, σκεδαστικά, με συνεχείς μετατοπίσεις της εστίας του νοήματος. Τα πέντε δοκίμια που απαρτίζουν το βιβλίο, συν ένα παράρτημα για τον εθνικισμό στις μετακομμουνιστικές κοινωνίες, φαίνονται θεματικώς ανόμοια μεταξύ τους και ο αναγνώστης πρέπει να βάλει το μυαλό του να δουλέψει (στο κάτω κάτω, γιατί όχι) για να προεκτείνει τους συλλογισμούς του συγγραφέα ώς το νοητό σημείο σύγκλισής τους.

Το ίδιο ισχύει και για καθένα από τα δοκίμια χωριστά: η συνοχή του είναι (σκόπιμα) χαλαρή, η κατεύθυνση της ανάπτυξης αλλάζει ολοένα, πότε πότε το νόημα μοιάζει να αντιστρέφεται. Το πρώτο δοκίμιο, γύρω από τη λειτουργία του μύθου στη νεωτερική και τη μετανεωτερική κατάσταση, αρχίζει με την προσπάθεια του συγγραφέα να αποδείξει ότι ο μύθος του Άμλετ είναι πιο αρχέγονος από τον μύθο του Οιδίποδα, και καταλήγει σε μια συζήτηση περί αγάπης, όπου η σταύρωση του Χριστού ερμηνεύεται ως ρήξη με την κυκλική λογική της παγανιστικής σκέψης και των ανατολικών θρησκειών για την αποκατάσταση της δικαιοσύνης.

Λιγότερο απροσδόκητα, το δεύτερο δοκίμιο, γύρω από τον ναζισμό και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, αναπτύσσει τη θέση ότι η εμπειρία του Άουσβιτς βρίσκεται πέραν κάθε τραγικής ή κωμικής αναπαράστασής της, γιατί είναι το «σημείο μηδέν» της ανθρώπινης ύπαρξης, το σημείο όπου τόσο η τραγωδία όσο και η κωμωδία γίνονται απατηλές εξιδανικεύσεις (γι' αυτό ο Ζίζεκ απορρίπτει την ταινία του Μπενίνι "Η ζωή είναι ωραία").

Ο Σλοβένος καθηγητής και συγγραφέας Σλάβοϊ Ζίζεκ

Στο τρίτο δοκίμιο, που αναφέρεται στον σταλινισμό, ο Ζίζεκ αρχίζει με τον μηχανισμό διατήρησης της εξουσίας στα σταλινικά καθεστώτα (καθολική συνενοχή μέσω της αποδοχής ενός θεσμοποιημένου ψεύδους, που όλοι γνωρίζουν ότι είναι ψεύδος), συνεχίζει με τις εκκαθαρίσεις στις τάξεις των Μπολσεβίκων και τις δίκες της Μόσχας (για να τις ερμηνεύσει ψυχαναλυτικά ως μεταμφιεσμένη παραδοχή από το Κόμμα ότι έχει προδώσει την Επανάσταση) και τρέπεται αιφνίδια στην επισήμανση του «χειραφετητικού δυναμικού» της σταλινικής ιδεολογίας ως κληρονόμου της μπολσεβικικής παράδοσης. Εδώ, ο Ζίζεκ επικαλείται μια σοβιετική ταινία για τον εμφύλιο πόλεμο του 1919: ζητείται η «αυστηρή, αλλά δίκαιη» τιμωρία μιας γυναίκας με αντεπαναστατική δράση, γίνεται η δίκη της από λαϊκό δικαστήριο και η «αυστηρή, αλλά δίκαιη» ποινή που της επιβάλλεται είναι να ενσωματωθεί σε μια σοσιαλιστική κολεκτίβα, να διδαχτεί γραφή και ανάγνωση, να μορφωθεί κ.λπ. Ανεξάρτητα από τον προπαγανδιστικό χαρακτήρα της, η ταινία δείχνει, λέει ο Ζίζεκ, ότι μια επαναστατική παρέμβαση στην πραγματικότητα δημιουργεί καινούργια ηθικά κριτήρια για την εκτίμηση αυτής της πραγματικότητας, επαναπροσδιορίζει την έννοια του «αυστηρού, αλλά δίκαιου», στην προκειμένη περίπτωση με έναν τρόπο που, ως ηθική παρακαταθήκη, μπορούσε να στραφεί εναντίον της πρακτικής του ίδιου του σταλινισμού.

Το τέταρτο δοκίμιο αρχίζει με μια ανάλυση της μελαγχολίας, ειδικά σε σχέση με τις μετανεωτερικές εκδηλώσεις της. Ο μελαγχολικός, λέει ο Ζίζεκ, νομίζει πως πενθεί για κάτι που έχει χάσει, αλλά στην πραγματικότητα πενθεί για κάτι για το οποίο δεν αισθάνεται πια επιθυμία. Αυτή είναι π.χ. η κατάσταση των ανθρώπων που νοσταλγούν σήμερα τις «χαμένες ρίζες» τους (σε άλλες πατρίδες, σε άλλες εποχές), ενώ συμμετέχουν ενεργά στο σύγχρονο παιχνίδι του καπιταλισμού. Η μελαγχολία τους τους επιτρέπει να αποδέχονται ευκολότερα μια κατάσταση που την αναγνωρίζουν ως απόλυτα πραγματική, ως οντολογικό δεδομένο από το οποίο δεν υπάρχει διαφυγή. Ενάντια σ' αυτόν τον «ρεαλισμό», ο Ζίζεκ υπερασπίζεται τον διαλεκτικά υλιστικό χαρακτήρα της πίστης στην ex nihilo δημιουργία, στην πράξη εκείνη που, μετακινώντας τα όρια του εφικτού, αποκαλύπτει ότι η εικόνα μας για την προηγούμενη πραγματικότητα δεν ήταν και τόσο «πραγματική».

Σε ένα από τα δοκίμιά του ο Ζίζεκ αναπτύσσει τη θέση ότι η εμπειρία του Άουσβιτς βρίσκεται πέραν κάθε τραγικής ή κωμικής αναπαράστασής της, γιατί είναι το «σημείο μηδέν» της ανθρώπινης ύπαρξης, όπου τόσο η τραγωδία όσο και η κωμωδία γίνονται απατηλές εξιδανικεύσεις (γι' αυτό και απορρίπτει την ταινία του Μπενίνι «Η ζωή είναι ωραία»)

Στο πέμπτο δοκίμιο, τέλος, ο συγγραφέας ασκεί κριτική σε δύο διαφορετικά σύγχρονα ρεύματα σκέψης, που έχουν ιδιαίτερη εξάπλωση στις ΗΠΑ. Το ένα είναι το «γνωσιακό ρεύμα» (cognitivism), που αποβλέπει στον συγκερασμό φιλοσοφίας και επιστήμης, είτε ανάγοντας φιλοσοφικά ερωτήματα στην προβληματική των φυσικών (προπαντός των βιολογικών) επιστημών είτε ερμηνεύοντας τα πορίσματα της σύγχρονης επιστήμης με τρόπο που να ανταποκρίνεται στις φιλοσοφικές αναζητήσεις των κινημάτων του New Age (ένα γνωστό παράδειγμα για την πρώτη τάση είναι Το εγωιστικό γονίδιο του Ρίτσαρντ Ντώκινς, για τη δεύτερη Το ταό της φυσικής του Φρίτγιοφ Κάπρα). Το άλλο ρεύμα είναι οι λεγόμενες «πολιτισμικές σπουδές», που, έντονα επηρεασμένες από τις θεωρίες της αποδόμησης, προσεγγίζουν το ζήτημα της γνώσης με ιστορικιστικό, σχετικιστικό τρόπο, επιχειρώντας να εξηγήσουν πώς διάφορες έννοιες είναι προϊόντα ιστορικά καθορισμένων σχέσεων εξουσίας. Ο Ζίζεκ κατηγορεί το πρώτο ρεύμα για στατική, το δεύτερο για σολιψιστική αντίληψη της αλήθειας. Και τα δύο ρεύματα παραγνωρίζουν το γεγονός ότι μια ριζικά καινούργια ερμηνεία της πραγματικότητας (π.χ. με την αλλαγή επιστημονικού υποδείγματος) είναι μια πράξη που αλλάζει τις συντεταγμένες της ίδιας της πραγματικότητας, αλλάζει τα κριτήριά μας για το τι συνιστά την πραγματικότητα.

Έπειτα από αυτή τη συμπύκνωση της επιχειρηματολογίας του Ζίζεκ, ίσως διακρίνεται ο πυρήνας της σκέψης του. Ο Χριστός που σταυρώνεται «ανθ' ημών» για να σπάσει την αιώνια αλυσίδα κρίματος - τιμωρίας, ο Λένιν και οι Μπολσεβίκοι του που κάνουν την επανάστασή τους αψηφώντας τις «αντικειμενικές συνθήκες» και εγκαθιδρύοντας καινούργιες, η ex nihilo δημιουργία… Όλα αυτά είναι πράξεις υπέρβασης, που δεν μετασχηματίζουν απλώς την πραγματικότητα, αλλά μας κάνουν να συνειδητοποιήσουμε ότι εκείνο που αντιλαμβανόμασταν ως πραγματικότητα δεν ήταν «πλήρως υπαρκτό», ήταν μια φυλακή που υπήρχε πιο πολύ στον νου μας παρά εκεί έξω. Και το επιχείρημα φαίνεται να απευθύνεται σε όλους εκείνους που, από φόβο για τον ολοκληρωτισμό, αποδέχονται, οσοδήποτε απρόθυμα, τη νεοφιλελεύθερη τάξη πραγμάτων ως αναπόδραστη πραγματικότητα, ως φυσικό καθεστώς.

Αυτή η ιδέα για τη σημασία της υπερβασιακής πράξης μπορεί να εκφράζεται από τον Ζίζεκ με ένα σωρό αναφορές στον Λακάν, αλλά στην πραγματικότητα απηχεί πιο έντονα έναν προγενέστερο, τελείως διαφορετικό στοχαστή: τον Λούκατς. Και, ακόμη πιο πίσω, τον ίδιο τον Μαρξ, γιατί κανένας από τους κλασικούς θεωρητικούς του μαρξισμού δεν διάβασε τον Μαρξ ως φιλόσοφο τόσο σωστά όσο ο Λούκατς.

Μένει να μάθουμε αν η υπέρβαση δικαιώνεται μόνον από την ίδια την επαναστατικότητά της ή και από τα αποτελέσματα που παράγει. Γιατί τουλάχιστον στην περίπτωση του Λένιν και της εξουσίας των σοβιέτ, οι «αντικειμενικές συνθήκες» και οι Μενσεβίκοι που τις επικαλούνταν πήραν κάποτε την εκδίκησή τους - άσε που, μέχρι να φτάσουν τα πράγματα ώς εκεί, οι αντεπαναστάτες και αργότερα οι αντιφρονούντες δεν είχαν ποτέ τη μεταχείριση της γυναίκας στην ταινία που περιγράφει ο Ζίζεκ.