Εφημερίδα "Τα Νέα"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Βιβλιοδρόμιο :: Κριτική βιβλίου

( ο μείζων μετεξεταστέος της λογοτεχνίας μας :: 15-02-2003) 

Ο Γιώργος Θεοτοκάς, με αφορμή το σίριαλ «Ασθενείς και οδοιπόροι»

Ο μείζων μετεξεταστέος της λογοτεχνίας μας

Ξαναδιαβάζοντας το «Ασθενείς και Οδοιπόροι» του Γιώργου Θεοτοκά, από τα αναγνώσματα της εφηβείας μου, ένα συμπέρασμα προκύπτει: είναι ένα κείμενο που οφείλουμε να το ξαναδιαβάσουμε. Όχι τόσο για το πρώτο μέρος του, την «Ιερά Οδό» που είχε πρωτοεκδοθεί το 1950 - πολύ κοντά στα γεγονότα του πολέμου που περιγράφει - όσο για το δεύτερο και το τρίτο, το «Αρχείο του Μοναχού Τιμόθεου» και τους «Επιζώντες»

ΤΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ

Παρεξηγημένος; Σίγουρα - αν και η λέξη ακούγεται κοινότοπη στον μεταμοντέρνο κόσμο μας, που έχει μάθει να ζει και να δημιουργεί μέσα από τις παρεξηγήσεις του. Παρεξηγημένος από τη δική μου γενιά των συγγραφέων που θεωρεί τον Θεοτοκά αρκετά «λόγιο» για τα γούστα της, κάπως «βαρύ» ενδεχομένως και στρέφει τις προτιμήσεις της προς το ταλέντο του Καραγάτση, ως «αμεσότερο» και πιο «βιωματικό». Παρεξηγημένος από συγγραφικά και αναγνωστικά ήθη, που τείνουν όλο και περισσότερο να αντιμετωπίζουν το μερίδιο της σκέψης ως ένα περιττό βάρος που εμποδίζει την αφήγηση να καταβροχθίζει βουλιμικά τα επεισόδιά της και τις ακραίες καταστάσεις της.

Ξαναδιαβάζοντας το «Ασθενείς και Οδοιπόροι» του Θεοτοκά - που προβάλλεται ως σίριαλ αυτόν τον καιρό από την ΕΤ1 με την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και τον Άρη Λεμπεσόπουλο - σκεφτόμουν ότι αν εμείς οι νεώτεροι χρωστούμε κάτι στην πεζογραφική γενιά του '30, σίγουρα δεν είναι το τεχνικό οπλοστάσιο της γραφής της. Δεν είναι οι ρυθμοί που μας δίδαξαν, δεν είναι η δυνατότητά τους να ολοκληρώνουν ψυχολογικά τους χαρακτήρες τους, δεν είναι η ικανότητα που είχαν να χτίζουν ατμόσφαιρες για να υποστηρίξουν τις δραματικές τους καταστάσεις.

Το δίδαγμα της γενιάς του '30 είναι πολύ πιο ουσιαστικό: αυτοί οι άνθρωποι προσπάθησαν να μας υποβάλουν την ιδέα ότι το αίτημα της γραφής είναι πνευματικό, ότι δηλαδή η μυθιστορηματική αφήγηση διεκδικεί κάτι που υπερβαίνει σε σημασία τα τεχνικά της χαρακτηριστικά, την ίδια της τη γλώσσα. Και το σημαντικότερο ίσως: μέσω αυτού του αιτήματος επιχείρησαν να υπερβούν τα σύνορα που τους επέβαλε το γεγονός ότι έγραφαν ελληνικά. Όχι τόσο για να μεταφρασθούν, και όσοι μεταφράσθηκαν ελάχιστα διαβάστηκαν, όσο για να κατοχυρώσουν την πεποίθησή τους ότι η τέχνη τους, και τα πνευματικά της αιτήματα, ανήκουν στον ευρύ πολιτιστικό χώρο τον οποίον κατέχει η τέχνη του μυθιστορήματος.

Ελληνικότητα

Αυτοί ήταν που έφεραν την ελληνική γλώσσα κοντά στην ευρωπαϊκή ύπαρξη. Η «ελληνικότητά» τους, διακηρυγμένη πολλές φορές με πομπώδη τρόπο, δεν είναι η «ελληνικότητα» του μικροχώραφου, αυτή η κλειστοφοβική κοινοτική Ελλάδα που θρηνεί τη θαλπωρή της χαμένης της ηθογραφίας και τρέμει, όπως ο διάολος το λιβάνι, την Ιστορία και τα παιδιά της, τον σύγχρονο κόσμο δηλαδή. Είναι μια ελληνικότητα που προσπαθεί να ανασυντάξει την ιδιοσυγκρασία της σε μια πολυφωνία η οποία την ξεπερνάει μεν, χωρίς την οποία όμως έχει συνείδηση ότι δεν μπορεί να υπάρξει δε.

Το έργο του Γιώργου Θεοτοκά, από τον νεανικό του «Ελεύθερον Πνεύμα» ως το «Ασθενείς και Οδοιπόροι» κατέχει περίοπτη, αν όχι ηγεμονική, θέση σ' αυτήν την κίνηση.

Ξαναδιαβάζοντας το κείμενο του Θεοτοκά, το μυαλό μου πήγαινε συνέχεια στο άλλο μείζον μυθιστόρημα της δεκαετίας του '60, στις «Ακυβέρνητες Πολιτείες», την τριλογία του Στρατή Τσίρκα. Το σκηνικό είναι το ίδιο: ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, η Κατοχή, η Αντίσταση και ο Εμφύλιος που ακολούθησε, μια εποχή που οι άνθρωποι προσπαθούν να ξαναγίνουν πρωταγωνιστές της ζωής τους, τη στιγμή που οι περιστάσεις τούς έχουν μετατρέψει σε ασήμαντους κομπάρσους.

Τραγική σκέψη

Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και ο Άρης Λεμπεσόπουλος στο σίριαλ της ΕΤ1 «Ασθενείς και οδοιπόροι». (φωτό Σίλβια Διαμαντοπούλου)

Οι διαφορές είναι εμφανείς, κι αυτές σίγουρα δεν περιορίζονται στην ιδεολογική ή την πολιτική τους διάσταση: έχουν να κάνουν, κατά μείζονα λόγο, με τον τρόπο με τον οποίον αντιμετωπίζει ο ένας και ο άλλος την Ιστορία. Στον Στρατή Τσίρκα η ανθρώπινη μοίρα ταυτίζεται με την Ιστορία. Τα πρόσωπα, οι χαρακτήρες και οι σχέσεις τους κρίνονται από τη θέση που παίρνουν στην αδυσώπητη αυτή πραγματικότητα. Η τραγωδία γεννιέται από την συνείδηση ότι αυτοί οι ίδιοι, με τα ίδια τους χέρια, είναι καταδικασμένοι να φτιάχνουν μια Ιστορία η οποία τους ξεπερνάει και, ως ένα σημείο, τους αγνοεί.

Για τον Γιώργο Θεοτοκά η Ιστορία είναι το σκηνικό ενός δράματος που παίζεται έξω απ' αυτήν, στον συνεχή αυτοπροσδιορισμό των προσώπων σε σχέση με κάποιο απόλυτο που τους ξεπερνάει, ενώ συγχρόνως είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ύπαρξής τους. Από την τραγική πρωταγωνίστρια του έργου, την ηθοποιό Θεανώ Γαλάτη, ως τον Μαρίνο Βελή και τον Γερμανό αξιωματικό Ερνστ Χίλλεμπραντ, όλοι διεκδικούν και όλοι δικαιούνται ένα μερίδιο απ' αυτό το απόλυτο. Έτσι δικαιώνονται ως υπάρξεις και έτσι ξεφεύγουν από την ποταπότητα των πράξεών τους. Στο τέλος η σκηνή είναι γεμάτη πτώματα: δεν υπάρχουν νικητές και νικημένοι, δεν υπάρχουν θύτες και θύματα, όλοι έχουν σωριαστεί στον βωμό αυτού του απολύτου, που τους δίνει το δικαίωμα να υπάρξουν στην αφήγηση - και δίνει στην αφήγηση το πιο ουσιαστικό της έρεισμα.

Η έμπνευση του Γιώργου Θεοτοκά αντλεί τη δύναμή της από την τραγική σκέψη. Αυτή δίνει την οπτική γωνία με την οποία εμφανίζεται η σκηνή της Ιστορίας, αυτή ερμηνεύει την αλληλουχία των επεισοδίων, αυτή οργανώνει τη δική του σκέψη. Και μέσω αυτής ο Θεοτοκάς βρίσκει μια θέση για την δική του «ελληνικότητα» στην ευρωπαϊκή μυθιστορηματική παράδοση.

Κριτικές και παρεξηγήσεις

Παρεξηγημένο κείμενο; Ε ναι, αν το διαβάσει κανείς ως απόπειρα δικαίωσης των Ελλήνων που πολέμησαν στο Μέτωπο, και κατόπιν στην Αντίσταση και τη Μέση Ανατολή, ή αν το αντιμετωπίσει ως μαρτυρία για τα Δεκεμβριανά, ή αν συνδέσει απλώς τη μοίρα της ηρωίδας του Θεανώς Γαλάτη με την ηθοποιό Ελένη Παπαδάκη. Το «Ασθενείς και Οδοιπόροι» δεν είναι ιστορικό μυθιστόρημα, όπως δεν είναι, ευτυχώς, ούτε ψυχολογικό μυθιστόρημα. Άλλο προσπάθησε να πει ο Θεοτοκάς κουβαλώντας πάνω στη σκηνή όλα αυτά τα πρόσωπα που σε πολλούς φάνηκαν «στημένα» και σε άλλους λιγότερο «πραγματικά» απ' όσο θα τα ήθελαν.

Αυτή η παρεξήγηση διαγραφόταν ανάγλυφη, καθώς διάβαζα τις κριτικές που είχαν υποδεχθεί την έκδοση της ολοκληρωμένης μορφής του έργου το 1964, και τις οποίες μου παραχώρησε η κυρία Λιλή Αλιβιζάτου που φροντίζει το αρχείο του Γιώργου Θεοτοκά. Ο δριμύτερος επικριτής του, ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, κριτικός στη «Μεσημβρινή» της εποχής εκείνης, αφού απαριθμήσει τους τρόπους με τους οποίους επιτρέπεται να γράφει ένας μυθιστοριογράφος - ντοστογιεφσκικός, μπαλζακικός και καφκικός - αποδίδει στο έργο σοβαρό έλλειμμα «εμβίωσης» και στον συγγραφέα δοκιμιογραφικές προθέσεις.

Ο Ασημάκης Πανσέληνος στο περιοδικό «Η Πολιτική» εντοπίζει τις καλές ιστορικές του προθέσεις: αν και διακρίνει κάποια επιείκεια για την «ολιγαρχία», αναγνωρίζει την προσπάθειά του να αντικρύσει τα «συνταρακτικά γεγονότα που περιγράφει στη σωστή τους περιωπή».

Η Έλλη Αλεξίου στην «Αλλαγή», αν και αναγνωρίζει τις «συγγραφικές του αρετές», υιοθετεί επιχειρήματα σοσιαλιστικού ρεαλισμού και κατηγορεί το κείμενο για το απαισιόδοξο τέλος του, που οδηγεί σε αδιέξοδο όσους «ανήκουν στο στρατόπεδο της χαρούμενης προοπτικής της ζωής».

Στους αντίποδες, ο Βάσος Βαρίκας στο «Βήμα» ορίζει τον Θεοτοκά ως «ιστοριογράφο» της γενιάς του, ενώ ο Αιμίλιος Χουρμούζιος στην «Καθημερινή», στην υμνητική κριτική που του αφιερώνει, διαπιστώνει ότι «Το χρονικό τούτο είναι έργο ευθύνης».

Και ο χορός καλά κρατεί: χρόνια αργότερα, το 1981, ο «Ριζοσπάστης» δημοσιεύει ένα κείμενο που το υπογράφει το αρχικό Σ. και το οποίο χαρακτηρίζει το μυθιστόρημα «συκοφαντικό», αφού κατηγορεί για τη δολοφονία της ηθοποιού Ελένης Παπαδάκη τον ΕΛΑΣ, ενώ θεωρεί ότι είναι τοις πάσι γνωστό ότι την σκότωσαν οι Άγγλοι και οι συνεργάτες τους - αγνοώντας βεβαίως το γεγονός ότι ο Θεοτοκάς δεν κατηγορεί κανέναν.

Και ο χορός καλά κρατεί: τα επιχειρήματα μπορεί να αλλάζουν, όμως η κριτική είναι παρούσα για να υπενθυμίζει πώς πρέπει να γράφουν λογοτεχνία όσοι την γράφουν. Δυστυχώς ή ευτυχώς και τα έργα είναι παρόντα: ξαναδιαβάζοντας το «Ασθενείς και Οδοιπόροι», εκτός των άλλων, μπορούμε να κρίνουμε και τους κριτικούς του.

Και κάτι τελευταίο: ένα από τα μεινονεκτήματα της πεζογραφικής γενιάς του '30 πιστεύω πως παραμένει το γλωσσικό ιδίωμα που δημιούργησε για να κατοχυρώσει την λογοτεχνικότητά της. Δεν είναι η περίπτωση του Θεοτοκά: κυρίως στο δεύτερο μέρος του έργου, σ' αυτό που εκδόθηκε το '64, η γλώσσα του έχει κατακτήσει μια κυριολεξία που αυτή και μόνον αρκεί για να μας πείσει για την εντιμότητα της σκέψης του.