Εφημερίδα "Τα Νέα"
ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ
Διθύραμβοι… «δίχως σκιά»
Ευρηματική παραγωγή, θριαμβευτικό ανέβασμα, μαγική βραδιά: ορισμένα από τα διθυραμβικά σχόλια που εισέπραξε η όπερα του Ρίχαρντ Στράους «Η Γυναίκα δίχως σκιά», του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, από έγκυρα βρετανικά, ευρωπαϊκά περιοδικά και εφημερίδες
Ο απόηχος των τεσσάρων παραστάσεων της όπερας «Η Γυναίκα δίχως σκιά» του Ρίχαρντ Στράους, που ανέβηκε τον περασμένο Οκτώβριο με τη στήριξη της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας και παρακολούθησαν οι εκπρόσωποι του ευρωπαϊκού Τύπου, ήταν εξαιρετικά θερμός από έγκυρα έντυπα της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Δανίας και προέβαλε διεθνώς το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και την Ελλάδα στον παγκόσμιο πολιτιστικό χάρτη.
«Θριαμβευτικό πρώτο ανέβασμα γερμανικής όπερας στην Ελλάδα», είναι το σχόλιο του Μ. Λένερτ, στο γερμανικό περιοδικό έντυπο «Das Opernglas». «Η ενδελεχής ανάγνωση (του έργου) από τον Μίχαελ Χάμπε φώτισε άπλετα μια πλοκή που οι μαίανδροι των πολλών συμβολισμών της την κάνουν να φαίνεται περίπλοκη: μία από τις σπάνιες φορές που η σύγχρονη αισθητική αναδεικνύει πλήρως το περιεχόμενο του μύθου», σημειώνει στην κριτική τoυ ο Φρανσουά Λεμπέλ, στο γαλλικό έντυπο «Opera International». «Η αυτοκράτειρα της Ίνγκα Νίλσεν, εύθραυστη και υπέροχη, προκάλεσε ρίγη συγκίνησης», γράφει ο κριτικός της εφημερίδας «Financial Times» Πίτερ Άσπντεν.
«Όταν το Μέγαρο ανακοίνωσε την πρώτη παρουσίαση στην Ελλάδα της όπερας "Η Γυναίκα δίχως σκιά", θα είχε συγχωρεθεί ακόμα και στους πιο ένθερμους υποστηρικτές τής διοίκησης η σκέψη ότι αυτό ήταν ένα ριψοκίνδυνο στοίχημα», γράφει, πιο θερμός απ' όλους, ο διακεκριμένος Βρετανός μουσικοκριτικός Ρόντνεϊ Μιλνς στο περιοδικό «Opera». «Το Μέγαρο μπορεί να είναι μία από τις καλύτερες αίθουσες συναυλιών στον κόσμο, αλλά δεν παύει να είναι μία αίθουσα συναυλιών, με περιορισμένες σκηνικές δυνατότητες. Όσοι είχαν αμφιβολίες για την παραγωγή αυτή αποδείχθηκε ότι έκαναν λάθος: ήταν μία από τις πλέον ευρηματικές παραγωγές αυτού του συναρπαστικού και ιδιόρρυθμου έργου που έχω συναντήσει.
Ίσως αυτό που βοήθησε την ομάδα παραγωγής ήταν ότι αντιμετώπιζαν αυτό το έργο για πρώτη φορά: υπήρχε μία φρεσκάδα, δεν υπήρχε κανένα βάρος από το παρελθόν, κάτι που ήταν πραγματικά πηγή έμπνευσης. Επικεφαλής της εξαίσιας ορχήστρας του ο Μίχαελ Σένβαντ, διηύθυνε το έργο με μεγάλη στοργή. Η μουσική έρρεε αβίαστα και υπήρχε ένας τέλειος έλεγχος της εσωτερικής και εξωτερικής ισορροπίας: μπορούσες να ακούσεις όλα όσα γίνονταν μέσα σε τούτη την ιδιαίτερα περίπλοκη παρτιτούρα. Σε αυτό βέβαια βοήθησε και η καταπληκτική ακουστική του Μεγάρου».
Και ο Ρόντνεϊ Μιλνς καταλήγει στην κριτική του στο έγκυρο έντυπο «Opera»: «Τα έξυπνα σκηνικά του Σάβερνοχ βασίζονταν σε μία κινητή οθόνη με γρίλιες, πίσω από την οποία υπήρχε άλλη μία (cyclorama)· και στις δύο γίνονταν προβολές - τοπία ουρανών και νεφελωμάτων για τους αθανάτους, τοπία πόλης για τους ανθρώπους - και όλες οι αλλαγές γίνονταν πολύ ομαλά. Η σκηνοθεσία του Χάμπε ήταν λιτή, άμεση και ουσιαστική: ορθώς κυριάρχησαν τα αφηγηματικά στοιχεία, μια και πολλοί από το κοινό έβλεπαν την όπερα για πρώτη φορά. Μια μαγική βραδιά: το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών κέρδισε το στοίχημα».
«Ανθρωπιστικό όραμα»
«Όταν οι σκηνοθέτες διαβάζουν την παρτιτούρα», είναι ο τίτλος της γερμανικής «Frankfurter Allgemeine Zeitung», στην οποία ο Βόλφγκανγκ Σάντνερ αναφέρει μεταξύ άλλων: «Ο Χάμπε δημιούργησε ένα θαυμαστά ανθρωπιστικό όραμα, ένα έναστρο επίγειο σύμπαν, αφού δεν στηρίχθηκε μόνο στα στοιχεία του λιμπρέτου του Χόφμανσταλ, αλλά κυρίως στη μουσική του Στράους». Ανάλογες κριτικές και διθυραμβικά σχόλια για την παραγωγή του Μεγάρου Μουσικής δημοσιεύουν και το ιταλικό έντυπο «L'Opera», τα δανέζικα «Ekstra Bladet», «Morgenavisen» και το ειδικό «Klassisk».