ΕΠΙΛΟΓΕΣ
Βιβλιογραφία
Νέα Ελληνική Γλώσσα και Γλωσσική Εκπαίδευση
Εντοπισμός, αποδελτίωση και καταγραφή της ελληνόγλωσσης βιβλιογραφίας για την ελληνική γλώσσα και τη διδασκαλία της
Αυτή η εργασία πραγματεύεται το φαινόμενο της συμφυματικής παραγωγής, το οποίο, όπως υποστηρίζεται, είναι ενδιάμεσο της σύνθεσης και της παραγωγής. Πιο συγκεκριμένα, επιχειρείται συγκριτική εξέταση συμφυμάτων της νέας ελληνικής και της ιταλικής και δίνεται έμφαση στη σχέση σημασίας και μορφής που τα χαρακτηρίζει. Επιπλέον, προκειμένου να εντοπιστούν οι ιδιαιτερότητες των συμφυμάτων -όπως επισημαίνει η συγγραφέας- επιχειρείται σύγκρισή τους τόσο με παραθήματα όσο και με συνθετικά.
Ως συμφύματα ορίζονται τα μορφήματα που χρησιμοποιούνται συνήθως στα ειδικά επιστημονικά λεξιλόγια, προέρχονται από τα αρχαία ελληνικά ή τα λατινικά και δεν ταυτίζονται με αυτόνομο θέμα λέξης - ή όταν ταυτίζονται, διαφοροποιούνται από αυτό σημασιολογικά. Eξετάζονται από ετυμολογική, μορφολογική, σημασιολογική και φωνολογική άποψη 43 μορφήματα (19 ελληνικά και 24 ιταλικά): ευρω- / euro-, μετα- / meta-, post-, νεο- / neo-, οικο- / eco-, παλαιο- / paleo-, vetero-, πολυ- / molti-, multi-, pluri-, poli-, ραδιο- / radio-, τηλε- / tele-, ψευδο- / pseudo-, -ειδής / -oide, -θήκη / -teca, -ισμός / -ismo, -κτόνος / -cida, -κτονία / -cidio, -λόγος / -logo, -λογία / -logia, -ποίηση / -ficazione, -ποιώ / -ficare, -ώδης / -oso. Oι νεολογικές λεξικές μονάδες που τα περιέχουν αλιεύονται από λεξικά, καθώς και από αποδελτίωση του ημερήσιου Tύπου. Θεωρητικό πλαίσιο της επιχειρούμενης εξέτασης αποτελεί η θεωρία της γραμματικοποίησης και, πιο συγκεκριμένα, η θεωρία της «αναδυόμενης γραμματικής» (Hopper 1987, 1988).
Βάσει της ανάλυσης που επιχειρείται, υποστηρίζεται πως τα συμφύματα α) απαντούν στις στοχοθετημένες γλώσσες, όπου κυριαρχούν η προσκλητική και η παραστατική λειτουργία, β) δημιουργούνται με τις διαδικασίες της απόσπασης και της σημασιολογικής επανανάλυσης και γ) διαθέτουν λεξική σημασία (όπως τα συνθετικά) αλλά αλλάζουν τη σειρά των συστατικών της σύνθετης λέξης, τείνοντας στη σειρά των συστατικών της παραγωγής. Υποστηρίζεται, επίσης, πως τα προφύματα είναι περισσότερο λεξικά συγκριτικά με τα επιφύματα και πως η εξειδικευμένη σημασία των συμφυμάτων παράγεται μέσω της συμβατικοποίησης του υπονοήματος. Επισημαίνεται παράλληλα πως η συγχρονική ποικιλότητα που παρατηρείται στην εξέταση των συμφυμάτων μπορεί να ερμηνευτεί μέσω του διαχρονικού παράγοντα. Τέλος, σύμφωνα με τη συγγραφέα, τα κριτήρια διάγνωσης των συμφυμάτων λειτουργούν επαρκέστερα στην ιταλική παρά στην ελληνική, καθώς σε ό,τι αφορά την τελευταία χρειάζεται να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στη σημασιολογική διαφοροποίησή τους από τα αντίστοιχα ελεύθερα μορφήματα, καθώς και στις ετυμολογικές πληροφορίες.
Αναφορικά με την ακολουθούμενη θεωρία της γραμματικοποίησης διαπιστώνεται -σύμφωνα με τη συγγραφέα- ότι διαθέτει ερμηνευτική ισχύ σε περιπτώσεις όπως τα συμφύματα, οι οποίες είναι οριακές, καθώς εμπίπτουν στον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ σύνθεσης και παραγωγής, και ότι λαμβάνει υπόψη της τον διαχρονικό παράγοντα για να ερμηνεύσει τη συγχρονική ποικιλία, διάσταση επίσης απαραίτητη στην εξέταση των συμφυμάτων. Υποστηρίζεται, ωστόσο, πως η εν λόγω θεωρία θα πρέπει να εμπλουτίσει την προβληματική της ως προς τη μονοκατευθυντικότητα ή μη των διαδικασιών γραμματικοποίησης και να διακρίνει ότι περιπτώσεις που σταθεροποιούν τον ενδιάμεσο χαρακτήρα, όπως τα συμφύματα, υποδεικνύουν ότι η γραμματική δεν σχηματίζεται με τρόπο μηχανιστικά εξελικτικό, αλλά παράγεται από την ανάγκη να ερμηνεύουμε τα γραμματικά αντικείμενα μέσα σε συμφραζόμενα.
Σε ό,τι αφορά τη διάρθρωση της μελέτης, αυτή διαιρείται σε δύο μέρη, το καθένα από τα οποία περιλαμβάνει δύο κεφάλαια. Στο πρώτο μέρος επιχειρείται μια βιβλιογραφική επισκόπηση σχετικά με τα συμφύματα, η οποία αφορά κατά κύριο λόγο την ελληνική και την ιταλική βιβλιογραφία και δευτερευόντως την αγγλική, τη γαλλική και τη γερμανική (πρώτο κεφάλαιο), και μια παρουσίαση του τρόπου με τον οποίο η γλωσσολογική θεωρία μελετά τη διάκριση σύνθεσης και παραγωγής, καθώς και τις οριακές ανάμεσα σε αυτές περιπτώσεις (δεύτερο κεφάλαιο). Στο δεύτερο μέρος πραγματοποιείται ανάλυση των προαναφερθέντων συμφυμάτων. Ειδικότερα, εκτίθενται τα κριτήρια και ο τρόπος συλλογής του υλικού (τρίτο κεφάλαιο) και αναλύονται τα βασικότερα χαρακτηριστικά της συμφυματικής παραγωγής (τέταρτο κεφάλαιο). Ακολουθούν τα συμπεράσματα, τα οποία, βασισμένα στη συστηματοποίηση των χαρακτηριστικών της συμφυματικής παραγωγής, αφορούν το ζήτημα της αποτελεσματικότητας και των ορίων της θεωρίας της γραμματικοποίησης που ακολουθήθηκε στην ανάλυση (βλέπε παραπάνω). Τέλος, η εργασία συμπληρώνεται με δύο παραρτήματα: στο πρώτο κωδικοποιούνται οι πληροφορίες για τα εξεταζόμενα μορφήματα και στο δεύτερο παρατίθενται πίνακες των ελληνικών νεολογικών λεξικών μονάδων της νέας ελληνικής, που καταρτίστηκαν μέσω της αποδελτίωσης του Tύπου.
Βιβλιογραφικές αναφορές
- Hopper, P. 1987. Emergent grammar. Berkley Linguistic Society 13:139-157.
- ---. 1988. Emergent grammar and the a priori grammar postulate. Στο Linguistics in Context: Connecting Observation and Understanding, επιμ. D. Tannen, 117-134. New Jersey: Ablex Publishing Corporation.