Βιβλιογραφία
Λεξικά και Μελέτες Ορολογίας και Δάνειων Λέξεων
Συνοππτική Παρουσίαση, Βιβλιογραφικά Στοιχεία και Αναλυτική Παρουσίαση
Π.Γ. Γεννάδιος, Λεξικόν Φυτολογικόν, τόμ. Α΄-Β΄, Β΄ έκδ., Αθήνα 1959, εκδοτικός οίκος Μόσχου Χρ. Γκιούρδα.
1. Έκδοση
Έντυπη Μορφή
Η έκδοση (Β΄ έκδοση με συμπληρώσεις του 1959) περιλαμβάνει 2 τόμους (τόμος Α΄, σσ. 1-498, λ. Αβδελλόχορτο-Κολουβρίνα, τόμος Β΄, σσ. 501-976, λ. Κολούμπρα-Ώχρος, σσ. 977-1041, Κατάλογοι & σ. 1042, Περιεχόμενα).
Και οι δύο τόμοι του λεξικού περιέχουν 976 σελίδες λημμάτων (η αρίθμηση συνεχίζεται στον 2ο τόμο), 8 σελίδες εισαγωγικού κειμένου (σσ. ε΄-ιβ΄, Α΄ τόμος∙οι σσ. ιγ΄-ιδ΄ περιέχουν την ανάλυση των βραχυγραφιών) και 64 σελίδες συμπληρωματικού υλικού (Κατάλογοι, σσ. 977-1041, Β΄ τόμος).
Οι σελίδες του κυρίως λεξικού είναι μονόστηλες με κεφαλίδα στην αριστερή και τη δεξιά πλευρά της σελίδας· η αριστερή κεφαλίδα δηλώνει το πρώτο λήμμα της σελίδας και η δεξιά κεφαλίδα το τελευταίο. Σε κάθε άρθρο τυπώνονται με έντονους χαρακτήρες, τόσο η λημματική λέξη, όσο και οι αντίστοιχοι όροι στην αρχαία ελληνική, στην κοινή/δημώδη και στην τουρκική γλώσσα - επίσης, και ό,τι θεωρεί ο συγγραφέας σημαντικό (ποικίλλει σε κάθε λήμμα). Στο κυρίως μέρος του λεξικού, αλλά και στην εισαγωγή υπάρχουν υποσελίδιες σημειώσεις με παραπομπές, ερμηνείες ή επιπλέον πληροφορίες. Για τις παραπομπές αυτές χρησιμοποιούνται ως εκθέτες αραβικοί αριθμοί σε παρένθεση.
Οι σελίδες των Καταλόγων είναι δίστηλες με μικρότερους χαρακτήρες.
2. Αντικείμενο
«Tο ανά χείρας έργον σκοπόν έχει την πλήρωσιν κενού αισθητού εις πολλούς. Ο επιστήμων, ο γεωπόνος, ο κτηματίας ή ο φιλανθής, ο μη γνωρίζων ειμή μόνον την μητρικήν του γλώσσαν και έχων ανάγκην πληροφοριών περί της καταγωγής, της ιστορίας, των ιδιοτήτων και της χρησιμότητος ή της βλαβερότητος φυτού τινός στερείται απαραιτήτου προς πλήρωσιν της ανάγκης ταύτης βοηθήματος εις την Ελληνικήν. Άλλως χρήσιμον έσεται τοιούτον εις την Ελληνικήν βοήθημα και δι' εκείνους οι οποίοι, καίτοι κάτοχοι μιας ή πλειοτέρων ξένων γλωσσών, συμβαίνει ν΄ αγνοώσι τα εις αυτάς ονόματα πολλών φυτών. Προς τούτοις ουχί ολίγοι είναι εκείνοι οι οποίοι (…) γνωρίζουσι μεν τα ξενικά ή τα επιστημονικά ονόματα πολλών φυτών, αλλ΄ αγνοούσι τα αντίστοιχα ελληνικά. Εις πάντας λοιπόν τούτοις το προκείμενον σύγγραμμα, το οποίον είναι προϊόν τεσσαρακονταετούς μελέτης, ερεύνης και πείρας, ελπίζω ν' αποβή χρήσιμον» (Πρόλογος, σ. ε΄).
«Συμπεριελήφθησαν προς τοις άλλοις εν τω ανά χείρας έργω και όσα φυτά είναι γνωστά με δημώδη ονόματα, ως και εκείνα τα οποία αναφέρονται υπό αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων και ιδίως υπό του Θεόφραστου, του Διοσκορίδου και του Αθηναίου, καίτοι πολλά τούτων μη σπουδαία υπό οικονομικήν έποψιν» (Πρόλογος, σσ. στ΄-ζ΄).
«Των τριών τούτων και άλλων αρχαίων συγγραφέων πολλά μεταγράφονται εν τω ανά χείρας έργω χωρία, διότι ταύτα αποδεικνύουσι την και σήμερον έτι, ως το πάλαι, εφαρμογήν ανά την Ανατολήν πολλών συστημάτων καλλιεργείας και τρόπων συγκομιδής και χρησιμοποιήσεως ποικίλων προϊόντων (…), ως και την ορθότητα πολλών παρ' αρχαίοις μεθόδων και παρατηρήσεων, αι οποίαι ενίοτε παρουσιάζονται υπό των νεωτέρων ως νέαι εφευρέσεις…» (Πρόλογος, σ. ζ΄).
3. Εισαγωγή-Πρόλογος
Στον Πρόλογο ο Π.Γ. Γεννάδιος (υπογράφει το προλογικό κείμενο τον Ιανουάριο του 1914/ Α΄ έκδοση) προτάσσει το σκοπό του έργο του αναφερόμενος στη χρησιμότητα του. Στη συνέχεια παρουσιάζει τον τρόπο καταγραφής του υλικού και τις πηγές στις οποίες στηρίχτηκε για την καταγωγή και ιστορία των φυτών που παρουσιάζει κ.ά. Καταγράφει και αναλύει τους κανόνες που ακολουθεί για την ονοματολογία των φυτών στην ελληνική γλώσσα. Αναφέρει τους λόγους για τους οποίους ασχολήθηκε ελάχιστα με το θέμα της λίπανσης των φυτών, τα οποία αποτελούν το αντικείμενο του λεξικού, και διατυπώνει τις απόψεις του για τα χημικά λιπάσματα. Ολοκληρώνει τονίζοντας την αναγκαιότητα του έργου και των γνώσεων που αυτό εμπεριέχει, καθώς «υπάρχει (ιδίως σήμερον) μεγαλυτέρα και μάλλον επείγουσα ανάγκη διαδόσεως τοιούτων γνώσεων» και «το υπάρχον καλώς κατηρτισμένον σώμα Ελλήνων γεωπόνων είναι εις θέσιν να εκτιμήσει, να συμπληρώσει και να χρησιμοποιήσει τας γνώσεις ταύτας» (Πρόλογος, σ. ιβ΄).
4. Κατάλογοι
Το κυρίως τμήμα του λεξικού συμπληρώνουν 4 κατάλογοι. Συγκεκριμένα, θέλοντας ο Γεννάδιος να αποτελέσει το Φυτολογικόν Λεξικόν του σημαντικό βοήθημα και για αυτόν που αναζητά πληροφορίες για κάποιο φυτό, αλλά γνωρίζει μόνο είτε το λατινικό είτε το γαλλικό είτε το αγγλικό όνομα, καταχωρεί στο τέλος του έργου αλφαβητικά σε καταλόγους: α) τα επιστημονικά - λατινικά ονόματα (Α΄), β) τα κοινά ξένα (κυρίως γαλλικά και αγγλικά) ονόματα (Β΄) και γ) τα ξένα ονόματα των φυτών καθώς και τα συνώνυμα τους τα οποία δεν καταγράφονται στο κυρίως μέρος του λεξικού (Γ΄)· ο ενδιαφερόμενος «προστρέχων εις τους ειρημένους καταλόγους ευρίσκει τη σελίδα του κειμένου, εις ην γίνεται λόγος περί του φυτού τούτου» (Πρόλογος, σ. στ΄).
Διορθώσεις - Παροράματα του κυρίως τμήματος του λεξικού συμπεριλαμβάνονται σ' έναν κατάλογο (Δ΄) στο τέλος του Β΄ τόμου.
5. Μακροδομή
Οι λημματικές λέξεις καταχωρούνται στο λεξικό με αλφαβητική σειρά και με έντονους χαρακτήρες. Για την επιλογή των όρων - λημμάτων ακολουθούνται, εκτός από κάποιες εξαιρέσεις, οι παρακάτω κανόνες:
- Διατηρείται το αρχαίο όνομα του φυτού «δια το γένος εις το οποίον το φυτόν αυτό υπάγεται», όταν αυτό διασώζεται στη δημώδη, έστω και παραφθαρμένο, λ.χ. Πτελέα - Φτελιά (Ulmus). Επίσης, τα γένη «τα υπό των νεωτέρων βοτανικών βαπτισθέντα με τα ελληνικά ταύτα ονόματα» διακρίνονται έχοντας ως πρώτο συνθετικό το επίθετο ψευδής, λ.χ. Ψευδοκάλαμος (Calamus).
- Διατηρούνται ονόματα[1] γενών τα οποία «αναφέρονται υπό αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων ως συνώνυμα ορισμένων φυτών» και τα οποία υϊοθετούν και οι νεώτεροι επιστήμονες· το ίδιο γίνεται και «δι' άλλα φυτά δυσερμήνευτα», λχ. Πόθος, Ακτέος, πρωίβλαστον.
- «Ως εν κοινή χρήσει παρ' ημίν» διατηρούνται «και τινα των υπό των νεωτέρων βοτανικών παραδεδεγμένα ορισμένων γενών ονόματα» με τα οποία οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρονται σε φυτά άλλων γενών. λχ. Κληματίς (Clematis).
- Διατηρούνται, «εξελληνισθέντα κατά το δυνατόν», τα ονόματα φυτών - γένη και είδη - τα οποία «εβαπτίσθησαν με ονόματα επιστημόνων ή άλλων εξεχόντων προσώπων», λχ. Γαζαία.
- Διατηρούνται ξένα ονόματα γενών και ειδών «είτε διότι τα ονόματα ταύτα είναι από πολλού εν κοινή χρήσει και παρ' ημίν, είτε διότι είναι δυσεξήγητα, αμετάφραστα ή αγνώστου παραγωγής ή σημασίας», λ.χ. Λιγούστρον (Ligustrum).
- Αντικαθίστανται τα ξένα ονόματα γενών[2] με τα δημώδη ονόματα φυτών τα οποία υπάγονται σ' αυτά τα γένη, «διότι τα δημώδη ταύτα ονόματα και ελληνικώτατα είναι και χαρακτηριστικά των φυτών τα οποία φέρουσιν αυτά»
- Εξελληνίζονται ονόματα «ερμαφρόδιτα ή κακώς συντεθειμένα», λ.χ. Ajuga → Άζυγος, Crozophora→ Χρωματοφόρος.
- Στις περιπτώσεις «συνωνύμων» επιλέγεται το ελληνικό όνομα, λ.χ. Pennisetum - Gymnothrix υϊοθετείται ο δεύτερος όρος (Γυμνόθριξ).
- Σε κάποιες περιπτώσεις επιλέγονται - αντί των ξένων - τα αρχαία ελληνικά ονόματα ακόμα κι αν αυτά δε διασώζονται στη δημώδη. Όμως «χάριν των γινωσκόντων τα γένη ταύτα μόνον με τα ξενικά αυτών ονόματα αναφέρονται και ταύτα εις τας οικείας θέσεις και παραπέμπεται ο αναγνώστης δια τα καθέκαστα εις τα σχετικά ελληνικά ονόματα ή τας οικείας σελίδας».
- Διατηρούνται τα ονόματα γενών και ειδών «οία ωρίσθησαν ταύτα εις την Ελληνική» από τους Ορφανίδη και Χελδράϊχ.
Λήμματα του λεξικού εκτός από τα φυτά [γένος, είδος, συνομοταξία] αποτελούν ακόμα καρποί, παράγωγα, ασθένειες, λχ. Ακρόδυα, Άμυλον, Άνθραξ του Αραβοσίτου[3].
6. Μικροδομή
Κάθε λήμμα που αφορά γένος και είδος φυτών περιλαμβάνει:
1) τη λημματική λέξη, το ελληνικό όνομα του γένους και του είδους (με κεφαλαίο το πρώτο γράμμα και με έντονους χαρακτήρες), 2) το λατινικό όρο σε παρένθεση (στην ίδια σειρά με τη λημματική λέξη), 3) τη συνομοταξία στην οποία ανήκει το φυτό (στην παρένθεση μαζί με το λατινικό όνομα), 4) το όνομα και τα συνώνυμά του στην αρχαία ελληνική (ονόματα φυτών που αναφέρονται από αρχαίους έλληνες συγγραφείς κυρίως τους Θεόφραστο, Διοσκουρίδη και Αθήναιο) και στη δημώδη/κοινή (με έντονους χαρακτήρες).
Συχνά καταγράφονται οι αντίστοιχοι όροι στη γαλλική και αγγλική γλώσσα· σπανιότερα στην τουρκική και ιταλική, λχ. Αλμυρίς[4], Πύξος, Λίνον. Επίσης, «Εκ των αναγραφομένων τουρκικών ονομάτων χάριν συντομίας παραλείπεται το δεύτερον συνθετικόν μέρος, όπερ ταύτα συνήθως φέρουσι και το οποίον καθορίζει την φύσιν του φυτού …» (Πρόλογος, σ. στ΄).
Στο λήμμα περιλαμβάνονται ακόμα τα χαρακτηριστικά του γένους και του είδους, η ιστορία του φυτού, οι περιοχές - χώρες στις οποίες απαντάται ή καλλιεργείται, η μέθοδος και οι τρόποι καλλιέργειας, τα προϊόντα και οι ασθένειες, λχ. Άμπελος. Σε κάποιες περιπτώσεις δίνονται πληροφορίες για τη λίπανση των φυτών και τον εμβολιασμό τους, λ.χ. Ελαία. Οι τεχνικοί όροι επεξηγούνται.
Λήμματα που αφορούν συνομοταξίες[5], λχ. Ιριδώδη, Κωδωνανθή, Στυρακώδη, διαρθρώνονται ως εξής: 1) λημματική λέξη (με έντονους χαρακτήρες), 2) λατινικός όρος σε παρένθεση (στην ίδια σειρά με τη λημματική λέξη), 3) κατηγορία στην οποία ανήκουν (μονοκοτυλήδονα, δικοτυλήδονα, ακοτυλήδονα), 4) φυτά τα οποία περιλαμβάνει η συνομοταξία και τα χαρακτηριστικά τους, 5) γένη (ονομασίες σε παρένθεση) τα οποία εμπεριέχονται στη συνομοταξία.
Τα μεγάλης έκτασης λήμματα διαρθρώνονται σε παραγράφους και υποκεφάλαια, π.χ. στο λήμμα Άμπελος [Παράσιτα ζωικά, Παράσιτα φυτικά, Παράσιτα των σταφίδων κ.ά.] Ακόμα, το υλικό διαρθρώνεται, είτε χρησιμοποιώντας αραβικούς αριθμούς, λ.χ. Εσπεριδοειδή, είτε ελληνικά μικρά γράμματα, λ.χ. Αμυγδαλή, Ελαία.
Η μορφή των παραπεμπτικών λημμάτων ποικίλλει· άλλοτε παραπέμπει σε λήμμα, συνήθως όταν αναφέρεται στον αντίστοιχο όρο της κοινής, λχ. Δόναξ, βλ. Κάλαμος, Θαλασσάγκαθο, βλ. Εχίνωψ, άλλοτε παραπέμπει σε σελίδα, όταν αναφέρεται σε όρους εντός του άρθρου, λχ. Βορδιγάλλιος πολτός, βλ. σελ. 87, άλλοτε και σε λήμμα και σε σελίδα, ιδίως όταν τα άρθρα είναι μεγάλα, λχ. Σιναπίδι και Σιναπίδιασμα ονομάζονται κοινώς παντοίαι νόσοι κρυπτογαμικαί, βλ. Βάμβαξ (σ. 163), Ερυσίβη, Κριθή (σ. 524), Σκωρίαι.
Μια άλλη κατηγορία παραπεμπτικών λημμάτων είναι αυτά που παραπέμπουν σε άλλα λήμματα τα οποία επίσης είναι παραπεμπτικά, λχ. Βλογιά, βλ. Άνθραξ της Αμπέλου και Άνθραξ της Αμπέλου, βλ. σελ. 86.
7. Αξιολογικές Παρατηρήσεις
Το Φυτολογικόν Λεξικόν του Π.Γ. Γεννάδιου καταγράφει και διασώζει σημαντικό λεξικογραφικό -και όχι μόνο- υλικό. Είναι εμφανής η συμβολή του στην καταγραφή, τόσο αρχαίων φυτολογικών όρων, όσο και αντίστοιχων όρων της δημώδους ελληνικής. Ο Π.Γ. Γεννάδιος, ένας από τους πρωτοπόρους της Βοτανικής στην Ελλάδα, που έδωσαν μεγάλη ώθηση στην ανάπτυξη της σαν Επιστήμης, στηριζόμενος σε σημαντικές πηγές (Πρόλογος, σσ. ζ΄-θ΄) και αξιοποιώντας τες, παρέχει πολλαπλές πληροφορίες που αφορούν στα φυτά και σε ό,τι σχετίζεται μ' αυτά. Παράλληλα, προσφέρει με το έργο του τη δυνατότητα μελέτης της ελληνικής γλώσσας και το καθιστά πηγή έρευνας όσον αφορά την εξέλιξη της. Προβλήματα που δημιουργεί η μέθοδος που χρησιμοποιεί [«… η υπό Χελδράϊχ, Ορφανίδη και προ παντός του Γενναδίου προσπάθεια προς καθιέρωσιν ελληνικής ονοματολογίας, δια της μεταφράσεως εις την ελληνικήν του λατινικού ονόματος των φυτών (…) ή της χρησιμοποιήσεως του παλαιού των φυτών ονόματος, όπερ συνήθως συμπίπτει με το όνομα των φυτών ανηκόντων σήμερον εις διάφορον τούτων γένος ή οικογένειαν ή τάξιν, κακήν υπηρεσίαν, προσφέρει.» (Καββάδας Δημήτριος, Εικονογραφημένον Βοτανικόν-Φυτολογικόν Λεξικόν, Αθήνα 2002, σ. στ΄)] ή η γλώσσα γραφής, η διάρθρωση ή η έλλειψη εικονογράφησης, δεν ακυρώνουν τη σημασία του λεξικού, τόσο για τους ενδιαφερόμενους για τη Βοτανική ή τους γλωσσολόγους, όσο και για νεότερες εκδόσεις ίδιου αντικειμένου.
Παρουσίαση: Άννα Δεληγιαννοπούλου
1 Πόθος (Pothos, τάξις Αρωδών)·γένος περιλαμβάνον περί τα 30 είδη, θαμνία και θάμνοι αναρριχώμενοι· οι πλείστοι ιθαγενείς της Αυστραλίας, πολλοί κοσμητικοί. Π. ο επίχρυσος (P. aureus), ιθαγενής των νήσων του Σολομώντος, και Π. ο κελαινόκαυλος (P. celatocaulis), ιθαγενής του Βορνέου, είναι εκ των συνηθέστερον θεραπευομένων. Ο παρά Θεοφρ. και Αθην. Πόθος αναφέρεται πιθανώς εις Σιληνήν την σιβθόρπειον.
Ακτέος, πρωίβλαστον, παρά Θεοφρ., είδος δυσερμήνευτον.
2 Βουτυρόχορτον (Brunella ή Prunella, τάξις Χειλανθών)· γένος περιλαμβάνον φυτά ποώδη, πολυετή, ιθαγενή της Ευρώπης. Της ελλ. χλωρ. αναφέρονται τα και αλλαχού απαντώντα Β. το κοινόν (B. vulgaris, γαλλ. Brunelle, αγγλ. All heal ή Self heal) και Β. το λευκόν (B. Alba ή laciniata), αμφότερα φαρμακευτικά, κοινώς ονομαζόμενα Βουτυρόχορτα. Εις ταύτα πιθανώς αναφέρεται το παρά Διοσκρ. Πολύκνημον. Εν Ζακύνθω Βουτυρόχορτο ονομάζεται Ελελίσφακον το ιεροβοτανοειδές.
3 Άνθραξ του Αραβοσίτου(γαλλ. Bhamrbon, αγγλ. Smut, κοινώς Δαυλός), νόσος προκαλουμένη υπό Μικρομύκητος (UstilagoMaydis) προσβάλλοντος τον καρπόν.
4 Αλμυρίς (Salsola, γαλλ. Soude, αγγλ. Saltwort, κοινώς Αλμυρίδι, Αρμυρίδι ή Αλυσίβα, τάξις Χηνοποδιωδών)· γένος περιλαμβάνον φυτά ποώδη, ετήσια ή πολυετή, συνήθως απαντώντα εις τα παράλια και εις υφαλμύρους γαίας. Είδη της ελλ. xλωρ. Α. η σκωληκοειδής (S. vermiculata), Α. το Κάλι (S. Kali ή S. Tragus) και Α. η Σόδα (S. Soda). Σπανιώτερον το πρώτον, όπερ πολυετές, κοινότερα τα άλλα δύο, τα και ετήσια. Εις το δεύτερον κατά τινας αναφέρεται ο του Διοσκ. Τράγος θαμνίσκος (βλ. και Έφεδρα). Εκ του τρίτου (κατ' εξοχήν ονομαζομένου κοινώς Αλμυρίδι ή Αλυσίβα, αλλά και Καλιά και Τσίλωμα) ιδίως, ως και εξ άλλων τινών Χηνοποδιωδών ελαμβάνετο άλλοτε το σύνολον σχεδόν της σόδας του εμπορίου, διό και εκαλλιεργείτο τούτο πολλαχού της νοτ. Ευρώπης. Αλλ' από του 1794 το πλείστον της χρησιμοτάτης ταύτης ουσίας λαμβάνεται εκ του μαγειρικού άλατος (ανθρακικού νατρίου), καθ' ον δηλαδή τρόπον επενόησε τότε ο Γάλλος Leblanc. - Αλμυρίδα, ο Αθήν. (359 e), ονομάζει διαφορά Κράμβης της λαχανώδους.
5 Ιριδώδη (Iridaceae), τάξις Μονοκοτλδ. Περιλαμβάνουσα φυτά ποώδη, πολυετή, ριζωματικά ή βολβόρριζα· πολλά κοσμητικά, τινά μυρεψικά, φαρμακευτική ή άλλως χρήσιμα (γένη Αθερώδης, Βοβαρτία, Ίρις, Κρόκος, Μοραιία, Ξιφίον, Σισυρίγχιον, Τριτωνία, Τριχόνημα, Φρεεσία, Ψευδίξια, και άλλα).
Κωδωνανθή (Campanulaceae)· πολυμελής τάξις Δικοτλδ. Περιλαμβάνουσα φυτά ποώδη και φρυγανώδη· πολλά κοσμητικά, τινά λαχανευόμενα (γένη Αδενοφόρος, Ιασιώνη, Κάτοπτρον, Κωδώνιον, Λοβελία, Φύτευμα και άλλα).
Στυρακώδη (Styracaceae)· τάξις Δικοτλ. Γένος περιλαμβάνον θάμνους και δένδρα, τα πλείστα της Ασίας και της Αμερικής (γένη Αλεσία, Στύραξ, Σύμπλοκος και άλλα).