Βιβλιογραφία

Ιδιωματικά Λεξικά και Γλωσσάρια 

Συνοπτική Παρουσίαση, Βιβλιογραφικά Στοιχεία και Αναλυτική Παρουσίαση 

1. ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ

Θανάση Π. Κωστάκη, Λεξικό της Τσακωνικής Διαλέκτου, Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα 1986 (Πρώτος και Δεύτερος τόμος), 1987 (Τρίτος τόμος). Τύποις: Φ. Τσιρώνη, Μονοτυπικά Συγκροτήματα, Λένορμαν 185, Αθήναι.

2. TO ΛΕΞΙΚΟ

Το Λεξικό περιλαμβάνει 1223 σελίδες (385 ο πρώτος τόμος, 400 ο δεύτερος τόμος, 438 ο τρίτος τόμος). Σ' όλους του τόμους τις πρώτες σελίδες κατέχουν ο τίτλος του Λεξικού και πληροφορίες για τα εκδοτικά στοιχεία

Στον Πρώτο τόμο στις σελίδες ζ΄-ιζ΄ υπάρχει η Εισαγωγή και στις σελίδες κ΄ και κβ΄ υπάρχουν χάρτες των χωριών της περιοχής της Τσακωνιάς στην Πελοπόννησο και της περιοχής των Τσακώνικων αποικιών στην Προποντίδα, στις σελίδες κγ΄-κζ΄ ακολουθεί η Βιβλιογραφία α) των συγγραφέων και μελετητών και β) των λεξικών και έπονται οι Βραχυγραφίες. Αυτές επαναλαμβάνονται και στους άλλους δύο τόμους στις σελίδες ε΄-στ΄). Στις σελίδες λα΄-λθ΄ καταγράφονται τα σπουδαιότερα Φωνητικά φαινόμενα της διαλέκτου, με λεπτομερειακή και αναλυτική παρουσίαση των μορφών, των περιπτώσεων εμφάνισής τους καθώς και του τρόπου σχηματισμούς τους κατά τόπο, με πολλά παραδείγματα και παράλληλη αναφορά των τοπωνυμίων όπου αυτά εμφανίζονται. Αναφέρεται επίσης αν το φαινόμενο που περιγράφεται είναι κοινό σε όλα τα ιδιώματα ή κοινό σε κάποια ιδιώματα ή παρατηρείται μόνο σε ένα τόπο. Στη σελίδα μ΄ καταγράφεται η Φωνητική αξία των διαλεκτικών στοιχείων. Τα φωνητικά φαινόμενα και η φωνητική αξία περιλαμβάνονται και στους άλλους δύο τόμους στις σελίδες ζ΄-ιστ΄.

Οι σελίδες 1-341 του Πρώτου τόμου και 1-376 του Δεύτερου τόμου και 1-386 του Τρίτου τόμου περιλαμβάνουν το κύριο σώμα του Λεξικού. Ακολουθούν οι Προσθήκες και τα παροράματα (Πρώτος τόμος σ. 341-342, Δεύτερος τόμος σ. 377, Τρίτος τόμος σ. 387-388). Ο Πρώτος και ο Δεύτερος τόμος στην προτελευταία σελίδα τους αναφέρουν τα σχετικά με το τυπογραφείο όπου εκτυπώθηκαν, ενώ ο Τρίτος τόμος στις σελίδες 389-427 περιλαμβάνει Παράρτημα με Διαλεκτικά κείμενα.

Τα κείμενα του Παραρτήματος αυτού (καταγράφεται παράλληλα και η απόδοσή τους-μετάφρασή τους στα Νέα ελληνικά), έχουν ως στόχο, όπως σημειώνει ο συγγραφέας, να δείξουν την κατάσταση της διαλέκτου τόσο στα τελευταία χρόνια όσο και σήμερα στο στόμα των ηλικιωμένων, ώστε ο αναγνώστης να διακρίνει τις διαφορές ανάμεσα στα βόρεια και νότια ιδιώματα της Πελοποννήσου, ανάμεσα στα Πελοποννησιακά ιδιώματα και εκείνα της Προποντίδας, ανάμεσα στα δύο χωριά της Προποντίδας και στη χρήση των ιδιωμάτων ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες καθώς και ανάμεσα σε μορφωμένους και αμόρφωτους. Τα κείμενα αυτά προέρχονται από το Αρχείο Οικονόμου ή είναι αφηγήσεις των κατοίκων των τσακώνικων χωριών (Πελοποννήσου και Προποντίδας) σε διάφορες χρονικές στιγμές. Στα κείμενα αυτά παρεμβάσεις έγιναν μόνο ως προς τη καταγραφή των ειδικών φωνητικών φθόγγων, τη στίξη και την ορθογραφία, εκτός από το παραμύθι της παραγράφου 8 που αποτελεί μεταγραφή από τη αφηγήτρια από τα νέα ελληνικά στα τσακώνικα. Στις σελίδες 428-432 του Τρίτου τόμου ακολουθούν Παραδείγματα κλίσης ρημάτων της διαλέκτου και στα τέσσερα ιδιώματα.

Στο κύριο μέρος του Λεξικού και στους τρεις τόμους η σελιδαρίθμηση γίνεται με αραβικούς αριθμούς που τυπώνονται (εκτός από την πρώτη σελίδα ) επάνω και στο κέντρο. Κάθε σελίδα έχει δύο στήλες με κεφαλίδες την πρώτη λέξη της αριστερής στήλης και την τελευταία της δεξιάς στήλης. Κάθε γράμμα τυπώνεται με έντονα μεγάλα κεφαλαία γράμματα στην ίδια σελίδα που τελείωσε το προηγούμενο με μεγάλο κενό διάστημα ανάμεσα στο τελευταία άρθρα του προηγούμενου γράμματος και στα πρώτα αυτού του γράμματος. Κάθε λήμμα καταγράφεται με αλφαβητική σειρά με έντονη όρθια γραφή που εξέχει κατά δύο χαρακτήρες από τα υπόλοιπα τμήματα του άρθρου. Μεταξύ των άρθρων υπάρχει κενό που καθιστά σαφή τα όριά τους.

3. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στην εισαγωγή του ο συγγραφέας τονίζει τη σημασία και την αξία του Λεξικού και των εργασιών του Μ. Δέφνερ για την Τσακωνική Διάλεκτο. Σημειώνει ωστόσο και την ανάγκη συγγραφής καινούργιου Λεξικού. Πρώτα γιατί ο ένας μεγάλος αριθμός λέξεων απουσιάζει από το Λεξικό του Δέφνερ, που περιορίζεται κυρίως στο γλωσσικό ιδίωμα της περιοχής Λεωνιδίου και στηρίζεται στους μορφωμένους χρήστες της διαλέκτου. Και δεύτερον γιατί ο Δέφνερ αγνοούσε το πλούσιο λεξιλογικό υλικό των χειρογράφων του Αρχείου του Κ. Οικονόμου και τις τσακώνικες αποικίες της Προποντίδας, Βάτικα και Χαβουτσί.

Το γεγονός ότι η τσακώνικη διάλεκτος είναι η δεύτερη μητρική γλώσσα του συγγραφέα ενθάρρυνε το εγχείρημα του και τον διευκόλυνε κατά τη συγκέντρωση του υλικού του. Το υλικό αυτό συγκεντρώθηκε με επιτόπια έρευνα και καταγραφή για χρονικό διάστημα πάνω από 50 χρόνια (από το1930), μαζί με λαογραφικό υλικό το οποίο αποδείχτηκε πολύτιμο λόγω της υποχώρησης της διαλέκτου. Στην υποχώρηση αυτή συνέβαλαν τόσο το σχολείο, που καταπολέμησε τη διάλεκτο, όσο και βελτίωση των συγκοινωνιακών μέσων, που διευκόλυνε την επικοινωνία των τσακώνων με μη τσάκωνες.

Για τη συγκέντρωση αυτού του υλικού ο συγγραφέας επισκέφτηκε και έμεινε στα χωριά της βόρειας Τσακωνιάς, Καστάνιτσα και Σίταινα το 1930 και 1979 και, όπως ο ίδιος σημειώνει, σ΄ αυτό το χρονικό διάστημα παρατήρησε μεγάλη υποχώρηση της διαλέκτου. Το υλικό από τα τσακωνοχώρια της νότιας Τσακωνιάς προέρχεται από την επίσκεψή του στον Πραστό, παλιά μητρόπολη της Τσακωνιάς, και κυρίως από τη γενέτειρά του τα (Πέρα) Μέλανα. Οι πιο ασφαλείς βέβαια πηγές του ήταν οι ηλικιωμένοι κάτοικοι των χωριών αυτών και ιδιαίτερα οι γερόντισσες.

Για να συγκεντρώσει υλικό, γλωσσολογικό και λαογραφικό, από τις τσακώνικες αποικίες στην Προποντίδα συνεργάστηκε με τσάκωνες πρόσφυγες στην Αθήνα και αλλού και με τους ηλικιωμένους πρόσφυγες κατά την επίσκεψη και παραμονή του στα προσφυγικά χωριά Σέρβια (Βατικιώτες) και Χιονάτο ( Χαβουτσιώτες) του ν. Κοζάνης. Για την επεξεργασία και συλλογή αυτού του υλικού χρειάστηκε ιδιαίτερη προσοχή, για να μη περιληφθούν στοιχεία που είχαν ενσωματώσει στη γλώσσα τους οι πρόσφυγες είτε πριν το 1922 είτε κατά την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα.

Ο συγγραφέας τονίζει ότι τόσο οι φωνητικές και λεξιλογικές διαφορές που παρουσιάζονται στα τσακώνικα ιδιώματα όσο και η υποχώρηση της διαλέκτου σ΄ όλα τα χωριά είναι αποτέλεσμα της μικρότερης ή μεγαλύτερης επαφής των τσακώνων με πληθυσμούς που μιλούσαν νεοελληνικά και δηλώνει ότι, εφόσον η γλώσσα είναι ένας ζωντανός οργανισμός, δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι κατάφερε να εξαντλήσει το λεξιλόγιο μιας διαλέκτου.

Στη συνέχεια παρουσιάζει τις δυσκολίες που είχε με το ξεδιάλεγμα των λέξεων που περιλάμβαναν οι εργασίες του Δέφνερ και του Αρχείου Οικονόμου, από τις οποίες κράτησε μόνο εκείνες που είχαν κάπως αφομοιωθεί από τη διάλεκτο, για να φανεί έτσι και η αφομοιωτική ικανότητα της διαλέκτου και η σημερινή της κατάσταση. Αναφέρει πολλά παραδείγματα λέξεων και αιτιολογεί πως και γιατί περιλαμβάνονται ή δεν περιλαμβάνονται στο Λεξικό του, λέξεις από το λεξικό του Δέφνερ ή από το Αρχείο Οικονόμου ή λέξεις του σύγχρονου τεχνικού πολιτισμού ή λέξεις «τέρατα» του ιδιώματος του Χαβουτσίου, που δέχτηκε τη μεγαλύτερη επίδραση της νέας Ελληνικής.

Τονίζει στον αναγνώστη του Λεξικού ότι η πολυτυπία και πολυφωνία που παρατηρείται στα διάφορα παραδείγματα, που παραθέτει, οφείλεται στην προσπάθειά του και καταγράψει τη σημερινή, αλλά και την παλιότερη κάπως εικόνα της διαλέκτου. Αναφέρει ότι περιλαμβάνονται και λέξεις για τις οποίες αμφιβάλλει αν είναι νέα αποκτήματα της διαλέκτου των προσφύγων ή ανήκουν στη διάλεκτο πριν τον εκπατρισμό τους καθώς και διορθωμένοι τύποι του Λεξικού του Δέφνερ, όπως βρίσκονται στην εργασία του Pernot (Introduction a l΄edude du dialecte tsaconien, Paris 1034).

Παραθέτει στη συνέχεια της Αρχές της λημματογράφησης του υλικού του. Προτάσσει, αντίθετα από τον Δέφνερ, το λιγότερο διαλεκτικό τύπο, τον αλωβητότερο, τον πλησιέστερο, φωνητικά και μορφολογικά, στην κοινή ελληνική και πιο σπάνια τον συνηθέστερο και αναφέρει αρκετά παραδείγματα παρουσιάζοντας ταυτόχρονα τα προβλήματα που δημιουργεί μια τέτοιου είδους λημματογράφηση. Διευκρινίζεται ότι κατά τη λημματογράφηση παραλείπεται, για λόγους περιορισμού της έκτασης του Λεξικού, το βοηθητικό ρήμα είμαι και σημειώνεται μόνο η μετοχή του ρήματος που λημματογραφείται. Αυτή η διευκρίνιση είναι απαραίτητη δεδομένου ότι στα τσακώνικα ο ενεστώτας και παρατατικός των ρημάτων σχηματίζεται περιφραστικά (με τη μετοχή του ενεστώτα και το ενεστώτα ή τον παρατατικό του βοηθητικού είμαι=έμι). Δίνονται επίσης διευκρινίσεις για τη παράληψη του βοηθητικού ρήματος στα ιδιώματα των Βάτικων και του Χαβουτσίου καθώς και πληροφορίες για το σχηματισμό του παρακειμένου και υπερσυντελίκου όπως και για αναλογικό ρωτακισμό σε περιπτώσεις που δεν δικαιολογείται. Αναφέρεται ότι κατά τη λημματογράφηση για τα ιδιώματα των χωριών Βάτικα και Χαβουτσί δεν καταγράφεται η αποβολή των άτονων (ε), (ο), (ι), ούτε η κώφωση ω > ου.

Στη συνέχεια παρουσιάζονται οι Βασικές αρχές στη φωνητική απόδοση των λέξεων. Σε γενικές γραμμές ακολουθείται ο τρόπος απόδοσης των διαλεκτικών φθόγγων του Ιστορικού Λεξικού της Ακαδημίας Αθηνών, αλλά και προτάσεις φωνητικής απόδοσης του ίδιου του συγγραφέα για τα συμφωνικά συμπλέγματα ρι, μβρ, νδ του Δέφνερ ακολουθήθηκε η κοινή και τσακώνικη προφορά. Διευκρινίζεται ότι όπου παρατηρείται διπλή γραφή (φωνητική) αυτό συμβαίνει, γιατί άλλη είναι η προφορά των ανδρών και άλλη είναι η προφορά των γυναικών-γεροντισσών. Για τις λέξεις που προέρχονται από το αρχείο Οικονόμου εφαρμόζεται η κοινή φωνητική της διαλέκτου.

Δηλώνεται ότι δε δίνεται ιδιαίτερη σημασία στο ετυμολογικό τμήμα των άρθρων, γιατί κύριο μέλημα του συγγραφέα είναι η διάσωση του λεξιλογίου. Στη συνέχεια επεξηγούνται διάφορες βραχυγραφίες, όπως κοιν(όν), Μ(έλανα) κ..λ.π. Τονίζεται ότι δεν σχολιάζονται οι ετυμολογικές ή ερμηνευτικές προτάσεις του Δέφνερ, αλλά σε περίπτωση διαφωνίας προσθέτονται και οι προτάσεις του συγγραφέα. Η εισαγωγή κλείνει με τις ευχαριστίες του συγγραφέα προ την Ακαδημία Αθηνών.

4. ΜΑΚΡΟΔΟΜΗ

Η δομή κάθε άρθρου περιλαμβάνει τρία μέρη, το τυπολογικό, το ετυμολογικό και το σημασιολογικό. Στο τυπολογικό μέρος οι λημματικές λέξεις διαρθρώνονται κατά αλφαβητική σειρά και στοιχειοθετούνται με έντονη όρθια γραφή. Λήμμα είναι ο λιγότερο διαλεκτικός τύπος, ο αλωβητότερος, ο πλησιέστερος δηλαδή φωνητικά και μορφολογικά στην κοινή ελληνική και σπάνια ο συνηθέστερος και ακολουθούν κατά αλφαβητική σειρά οι ιδιωματικοί τύποι. Στο ετυμολογικό ετυμολογούνται οι λέξεις ή δηλώνεται αν είναι αρχαίες, μεταγενέστερες, μεσαιωνικές ή ξένες π.χ. ανακατωσούρη, βοή, βλάμμα, βλησίδι, γαλέτα, γλιστρώ, γαλαντόμο, γρεντία. Στο σημασιολογικό όλες οι σημασίες αριθμούνται με αραβικούς αριθμούς 1), 2), 3),… χωρίς υποσημασίες π.χ. βάλλω, κόβω.

Λήμματα ομώνυμα-ομόγραφα αλλά διαφορετικής ετυμολογικής προέλευσης και σημασίας διαστέλλονται με τους λατινικούς αριθμούς I), II), III)… π.χ. αγριάδα, βεργάδα, κάλλι. Σε πολλά λήμματα σημειώνεται αστερίσκος αριστερά (*) πάνω από τη λέξη, αυτό σημαίνει πως ο πλησιέστερος προς τα νέα ελληνικά τύπος δεν βρίσκεται στα δελτία του συγγραφέα, είναι πιθανό όμως να υπήρχε σε κάποιο από τα ιδιώματα π.χ. *απόσπαρμα, *συκωταρία ή ότι δεν αποθησαυρίστηκε μεν αλλά ο συγγραφέας δέχεται πως υπήρχε, για να ακολουθήσουν οι διαλεκτικοί τύποι π.χ. άπλωμα, απόπλυμα, λεχωνία, ριφάδα.

Μερικά άρθρα έχουν μετά το λήμμα τη βραχυγραφία Δ(έφνερ) ή Οικ(ονόμου), αυτό σημαίνει ότι προέρχονται από το Λεξικό του Δέφνερ ή από το Αρχείο Οικονόμου και ο συγγραφέας δεν τα θεωρεί ζωντανά στοιχεία της διαλέκτου γι΄ αυτό και παραθέτει τους τύπους και τα ερμηνεύματα αυτούσια, χωρίς να προσθέτει τίποτα δικό του π.χ. καλόμοιρε, καραφλέ, ή η βραχυγραφία Δσ(έφνερ), που σημαίνει πως πρόκειται για καινούργια λήμματα που ο Δέφνερ πρόσθεσε με το χέρι μετά την έκδοση του Λεξικού του στο ανάτυπο που κρατούσε στο σπίτι του π.χ. γραδούσα, καλοθελητής, κάρτι. Περιλαμβάνονται επίσης και άρθρα στα οποία διορθώνονται αβλεψίες ή λανθασμένες καταγραφές στο Λεξικό του Δέφνερ, όπως ακριβώς βρίσκονται διορθωμένα στην εργασία του Pernot (Introduction a l΄edude du dialecte tsaconien, Paris 1034) π.χ. αμόγητε, αμοδέτα.

Υπάρχουν αρκετά παραπεμπτικά λήμματα π.χ. αθιογή, αγνί, λάγανε, μποκαμίσα, σιμετάτσ̂ι καθώς και λήμματα καταληκτικών επιθημάτων π.χ. -άγρα, -άδε, -άδι, άθι,--αίνα, -ίνι, ή λήμματα λεξικών μορφημάτων που χρησιμοποιούνται ως πρώτα και δεύτερα συνθετικά π,χ. κάκο-, ξένο-, -βόλι, -μάχο. Περιέχονται λίγα κύρια ονόματα π.χ. Αβράμη, Γιάνη, Δημήτρη, Έυα ή επώνυμα π.χ. Γιάντσο., περιλαμβάνονται και τοπωνύμια, που παρουσιάζουν γλωσσικό ή ιστορικό ενδιαφέρον π.χ. Αδά, Γεροβράχο.

Τα ρηματικά επίθετα βρίσκονται συνήθως κάτω από το λήμμα του ρήματος από το οποίο παράγονται μαζί με τους τύπους, γιατί είναι απαραίτητα για το σχηματισμό ορισμένων χρόνων του ρήματος π. χ. ορού ( ορατέ). Συχνά όμως καταγράφονται ως χωριστό λήμμα, ακόμα και όταν η σημασία τους δεν αποκλίνει από αυτή του ρήματος π. χ. αλεστέ, βαλητέ. Τα επιρρήματα που προέρχονται από επίθετα καταγράφονται συνήθως ως ξεχωριστά λήμματα π.χ. ανάκατα.

Η γλώσσα καταγραφής των λημμάτων και των παραδειγμάτων είναι η τσακωνική διάλεκτος, ενώ η γλώσσα απόδοσης των σημασιών και των άλλων πληροφοριών είναι η κοινή νεοελληνική με χρήση του μονοτονικού συστήματος, το οποίο χρησιμοποιείται και στα παραθέματα-παραδείγματα.

5. ΜΙΚΡΟΔΟΜΗ

Κάθε λήμμα καταγράφεται με αλφαβητική σειρά με έντονη όρθια γραφή και εξέχει κατά δύο χαρακτήρες από το υπόλοιπο άρθρο. Τα λήμματα αλλά και τύποι καταγράφονται αλφαβητικά με βάση την ιδιωματική τσακώνικη προφορά και ταυτόχρονα με ειδικά φωνητικά σύμβολα αναγράφεται και η φωνητική αξία των ιδιωματικών στοιχείων, χωρίς όμως φωνητική μεταγραφή της προφοράς π.χ. λειψανούκ̒ου, ξ(:κ̒σ̌)ηναδαφωλία, τζ̂ικούγκουλε.

Αμέσως μετά με άτονους όρθιους χαρακτήρες σημειώνεται η γραμματική κατηγορία, όταν πρόκειται για ουσιαστικό δηλώνεται το άρθρο του, σε ελάχιστες περιπτώσεις δηλώνεται και το θηλυκό, αν χρησιμοποιείται διαφορετικός τύπος, και στα επίθετα σπάνια αναφέρονται και τα άλλα γένη π.χ. αγκρεμιστέ, λιανέ, μαχαιρέα, κουριαλέ, γιατρέ, πρόγονε, κουρελιάρη, μαλακό. Στη συνέχεια καταγράφονται τα τοπωνύμια όπου απαντάται η λέξη ή καταγράφεται η βραχυγραφία κοιν(όν), αν πρόκειται για λέξη κοινή σε όλα τα ιδιώματα, ή βραχυγραφία ν.ε , όταν πρόκειται για νέο απόκτημα που η αφομοίωσή του από τη διάλεκτο δεν είναι τέλεια π.χ. αποέχου, βασίλεμα, γιάτσι, γιαταγάνι, έντρα, μερί, ξυλάγγουρε, φλεβίζω, ψαροπούα Ακολουθούν οι ιδιωματικοί τύποι με πλάγιους άτονους χαρακτήρες και αναγράφονται παράλληλα με όρθιους χαρακτήρες τα τοπωνύμια, όπου αυτοί απαντώνται π. χ. βουλιάζω, λαδέα, τρύπα. Στη συνέχεια σε ορισμένα άρθρα καταγράφονται πάλι με πλάγιους χαρακτήρες οι διάφοροι γραμματικοί σχηματισμοί και ρηματικοί τύποι π. χ. αρίκ̒ου, μάτη, μερία, τρώγω. Σε κάποια άρθρα στο τυπολογικό έχουμε και αναφορά σε κείμενα παλιότερης περιόδου στα οποία απαντάται ο τύπος π.χ. πρόβατε.

Ακολουθεί το ετυμολογικό τμήμα του άρθρου (στο τμήμα αυτό, όπως δηλώνει ο συγγραφέας στη εισαγωγή, δεν επιμένει ιδιαίτερα). Αρχίζει σε καινούργια σειρά, ορίζεται αν μια λέξη είναι πρωτότυπη, παράγωγη, σύνθετη, αρχαία, μεταγενέστερη, μεσαιωνική ή ξένη π.χ. μέρασμα, μερία, άτερε, προικοσύφωνε, προίκα, ατσ̂έριε, μερί, πρόγονε, άτσαλε, ατζαμή, ατσάλι, πρόκα, μερκέζι, σάρκα. Μερικές φορές υπάρχει παραπομπή σε παλιότερα κείμενα ή σε έγκριτους μελετητές και γλωσσολόγους ή και σε άλλα λεξικά π. χ. αλλού, γόνατε, έγγου, μαγερεύγω, μερί, μερμηγκίζω, σεντούκι, σ̌ούπο. Σε κάποιες περιπτώσεις δίνονται πληροφορίες και για το σχηματισμό των ιδιωματικών τύπων π.χ. διηγούμενε, έγγου, μερί, προικιό. Υπάρχουν, βέβαια, και άρθρα που δεν έχουν ετυμολογικό τμήμα π.χ. άτεκνε, προθυμή, ευτυχίζου, μοζαβό.

Το τρίτο μέρος του άρθρου είναι το σημασιολογικό. Αρχίζει σε καινούργια σειρά. Οι σημασίες αριθμούνται με έντονους αραβικούς αριθμούς 1, 2, 3 π.χ. αλωνίζω, νορέγγου. Προτάσσονται οι πιο κοινές και συνηθισμένες σημασίες και έπονται οι μεταφορικές ή οι ιδιαίτερες χρήσεις της λέξεις π.χ. αλώνα, αλογομούλαρε, άλογο, άντερε, μπάτση. Τα ερμηνεύματα στοιχειοθετούνται με όρθια άτονα γράμματα και αποδίδονται είτε με συνώνυμα της νέας ελληνικής είτε με λεξικογραφικούς ορισμούς είτε με συνδυασμό είτε επεξηγούνται με περισσότερες, συνήθως λαογραφικού τύπου, πληροφορίες π.χ. αλωνίζω, προντζίχου, προξενήτρα, πρόσγαλε, στιμπόστι. Μετά από το ερμήνευμα αναφέρονται τα τοπωνύμια, όπου απαντάται η κάθε σημασία, ή αν βρίσκεται στο Δέφνερ ή στο αρχείο Οικονόμου ή αν είναι κοινή σε όλα τα ιδιώματα π.χ. σημάδι, κόβω. Αν όμως η βραχυγραφία κοιν(ό) προστίθεται μετά από ορισμένες μόνο τοπωνυμικές ενδείξεις στο τυπολογικό, τότε οι σημασίες ή οι φράσεις που χαρακτηρίζονται ως κοινές ανήκουν μόνο στα ιδιώματα αυτά π.χ. σεγκιούκου. Η βραχυγραφία Μ(έλανα) τόσο στο τυπολογικό όσο και στα άλλα τμήματα σημαίνει ότι αυτά ισχύουν για όλα τα χωριά που ανήκουν στο ίδιο ιδίωμα.

Για την πληρέστερη κατανόηση των σημασιών και των ιδιαίτερων χρήσεων μιας λέξης ακολουθούν, σε πλάγια άτονη γραφή, παραδείγματα από την καθημερινή ακόμα χρήση της γλώσσας, χαρακτηριστικές φράσεις, παροιμίες άσματα κ.λ.π. του τσακώνικου λαού, στα οποία αποδίδεται και καταγράφεται με ειδικά φωνητικά σύμβολα η ιδιωματική προφορά του χωριού, από όπου προέρχεται το παράδειγμα, γι' αυτό και μετά το παράδειγμα ακολουθεί η βραχυγραφία του τόπου αυτού. Στη συνέχεια ακολουθεί μετάφραση στη νέα ελληνική των παραδειγμάτων αυτών, σε όρθια άτονη γραφή π.χ. κόβω. Συχνά αναφέρονται και μεταφράζονται και χαρακτηριστικές φράσεις π.χ αντάρα, σεγκιούκ̒ου, σέλα, κόρυζα. Αν τα παραδείγματα ή οι φράσεις είναι ευκολονόητες τότε δεν μεταφράζονται π.χ. βροντή. Πολλές φορές οι ίδιες φράσεις δίνονται σε δύο και παραπάνω ιδιώματα, για να μπορεί ο αναγνώστης να κάνει μια εύκολη σύγκριση ανάμεσα σ' αυτά. Σε κάποιες περιπτώσεις δηλώνεται, αν η λέξη απαντάται μόνο σε φράσεις π.χ. στόλε ή γίνεται παραπομπή σε παλιότερα κείμενα π.χ. μαγνάδι, ευχή.

Αρκετά συχνά στο τέλος ή μερικές φορές μέσα στη σημασία δίνονται συνώνυμα π.χ. γιόθε, στουμπανίζω, στοχό, γιατάτσ̂ι, γκούζα, φέρνω ή καταγράφονται υποκοριστικά π.χ. στόμα, χέρα. Άλλοτε πάλι δηλώνεται αν μια λέξη ή τύπος χρησιμοποιείται ως τοπωνύμιο π.χ. σέλα, στόλε ή γίνεται παραπομπή σε λήμματα ίδιας σημασίας π.χ. στοπού, φεύγω.

6. ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ

Η παρούσα έκδοση είναι αρκετά καλή καλαίσθητη και ποιοτική, εύχρηστη και ευανάγνωστη. Είναι σαφώς διαχωρισμένα τα άρθρα μεταξύ τους όπως και τα τρία μέρη τους. Μπορεί ίσως να θεωρηθεί κάπως μικρή η γραμματοσειρά που χρησιμοποιείται.

Κύριος στόχος του συγγραφέα ήταν να διασώσει το λεξιλόγιο, γνωρίζονται και ο ίδιος ότι σε μια τέτοια προσπάθεια ένας κάποιος αριθμός λέξεων μένει πάντα αθησαύριστος. Για πάνω από πενήντα χρόνια (από το 1930) με επιτόπια έρευνα και παραμονή στα τσακωνοχώρια της βόρειας και νότιας Πελοποννήσου και στα προσφυγοχώρια, Σέρβια και Χιονάτο (όπου είναι εγκαταστημένοι οι πρόσφυγες από τα Βάτικα και Χαβουτσί της Προποντίδας), αλλά κυρίως με τη βιωματική του γνώση και εμπειρία της γλώσσας και της ζωής των Τσακώνων από τη γενέτειρά του τα Πέρα Μέλανα και την προσωπική του επικοινωνία με τους περισσότερο ηλικιωμένους, τους αμόρφωτους, τις γερόντισσες των περιοχών αυτών κατόρθωσε να αποθησαυρίσει ένα πολύ μεγάλο αριθμό ιδιωματικών λέξεων και τύπων και να καταγράψει τη σύγχρονη και παλιότερη κατάσταση της διαλέκτου.

Μέσα από την καταγραφή των ιδιωματικών τύπων και αποκλίσεων και μέσα από τα χαρακτηριστικά παραδείγματα και φράσεις, που χρησιμοποιεί ως υλικό τεκμηρίωσης πέτυχε όχι μόνο να αποδώσει την τσακώνικη ιδιωματική λαλιά (αξιοποιώντας και καταγράφοντας στις λέξεις όλα τα φωνητικά φαινόμενα που παρατηρούνται στην τσακώνικη γλώσσα καθώς και τα ειδικά φωνητικά σύμβολα με τα οποία αποδίδεται η φωνητική αξία των διαλεκτικών στοιχείων), αλλά και να παρουσιάσει τις κατά τόπους σημασιολογικές αποκλίσεις και διαφοροποιήσεις και να συμβάλει στη λαογραφική προσέγγιση των Τσακώνων τόσο της Πελοποννήσου όσο και της Προποντίδας.

Με πολύ σεβασμό και προσοχή στάθηκε ο συγγραφέας απέναντι στο υλικό του που προέρχεται από το λεξικό του Δέφνερ και το αρχείο Οικονόμου. Πήρε από αυτά τις λέξεις που είχαν κάπως αφομοιωθεί από τη διάλεκτο, δείχνοντας έτσι και την αφομοιωτική της ικανότητα, αλλά και τη σημερινή της κατάσταση. Όσα λήμματά τους περιλαμβάνονται στο λεξικό, χωρίς να θεωρούνται ζωντανά στοιχεία της διαλέκτου, τα καταγράφει χωρίς καμία προσθήκη δική του και όσες αβλεψίες ή λανθασμένες καταγραφές παρατηρήθηκαν από τον συγγραφέα ή τον Pernot, αυτοί όλοι οι τύποι περιλαμβάνονται παράλληλα με τις διορθώσεις και τις προσθήκες τους. Σε κάθε περίπτωση σημειώνεται αν οι λέξεις οι τύποι ή σημασίες αναφέρονται στο Δ(έφνερ) ή στον Οικ(ονόμου) ή αν ανήκουν στις χειρόγραφες προσθήκες του ίδιου του Δέσ(φνερ).

Με συνέπεια επίσης σημειώνεται με τη βραχυγραφία ν.ε η καταγραφή και η χρήση λέξεων-παραγώγων με φανερή την επίδραση της κοινής ελληνικής αλλά ενσωματωμένες (ίσως όχι τέλεια) από τη διάλεκτο, που τις χρειάζεται, για να εκφράσει νεότερες έννοιες. Γενικά στο Λεξικό δεν περιλαμβάνονται λέξεις της νέας ελληνικής αναφομοίωτες ή λέξεις που σχετίζονται με τη σύγχρονη τεχνολογία, ακόμα κι αν χρησιμοποιούνται από τη διάλεκτο ή καταγράφονται από το Δέφνερ και τον Οικονόμου.

Εφαρμόζονται γενικά οι λεξικογραφικές αρχές, που αναφέρονται στην εισαγωγή. Η λημματογράφηση με πρόταξη του λιγότερο διαλεκτικού τύπου, του πλησιέστερου φωνητικά και μορφολογικά στη νέα ελληνική διευκολύνει κατά πολύ τον αναγνώστη. Το ετυμολογικό τμήμα αναδεικνύει τη σχέση και τη συνέχεια της διαλέκτου με όλες τις φάσεις της ελληνικής γλώσσας αλλά και την επίδραση που δέχτηκε από ξένες γλώσσες. Οι παραπομπές σε έγκριτους γλωσσολόγους και Λεξικά είναι δείγμα επιστημονικής συνέπειας. Στο σημασιολογικό αποδίδονται πολύ καλά οι κατά τόπους σημασιολογικές διαφοροποιήσεις, αλλά ίσως θα έπρεπε να σημειωθεί η έλλειψη υποσημασιών. Και γενικά επίσης παρατηρείται συνέπεια στη χρήση της μεταγλώσσας (βραχυγραφίες, ορολογίες κ.λ.π.)

Αξίζει να τονιστεί η, από γλωσσική κυρίως άποψη, συνεισφορά του παρόντος Λεξικού στην καταγραφή και διάσωση μιας τόσο «ιδιόρρυθμης» διαλέκτου, που έχει τις ρίζες της, είναι «λείψανο» της αρχαίας ελληνικής Δωρικής διαλέκτου.

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ: Μιχαλοπούλου Πασχαλιά