ΠΑΙΓΝΙΑ
Ἐσεῖς ποῦ τῆς ἀγάπης βυζάξατε τὸ γάλα,
Ἀκόμη, δὲν μὲ λέτε νὰ πάθω ἔχω κιἄλλα;
Μικρὴ μικρὴ 'ς τὰ χρόνια ἀγάπησα μιὰ νέα,
Τρελλὴ σὰν χελιδόνι, σὰν πέρδικα ὡραία.
Δυὸ χρόνια μὲ παιδεύει, τὸ αἷμά μου τὸ πίνει,
Κοντά της δὲν μὲ θέλει, νὰ φύγω δὲν μ' ἀφίνει.
Τὴν λέγω -Ἔλα ἔλα, χρυσό μου Ἀγγελάκι,
Κ' ἐκείνη -Σκάσε σκάσε, μὲ λέγει, Διαβολάκι˙
Τὴν ἀγαπῶ τὴν λέγω, τὸ στόμα μου στουμπώνει˙
Ἀγάπα με τὴν λέγω, κ' ἐκείνη με κακιώνει.
Λαλῶ, τὴν πιάνει βούβα˙ σωπαίνω, μὲ κουφαίνει.
Γελῶ, τὰ κατεβάζει˙ θυμώνω, ξεθυμαίνει.
Θεέ μου! πῶς λυσσιάζει ἂν ὁμιλήσω ἄλλην!
Καὶ τί δὲν ὑποπτεύει ἂν σιωπήσω πάλιν!
'Σ τὸ πεῖσμά μου, κι' ἀκόμη 'ς τὸ πεῖσμα τὸ δικό της,
'Σ τὸ στῆθος ἔχ' ἀγάπη, κι' ὀργὴ 'ς τὸ πρόσωπό της.
Ἀγάπη ναί, ἀγάπη τὸ διαβολάκι ἔχει.
Ἀλλέως ὅταν φεύγω, κατόπι μου πῶς τρέχει;
Πῶς κάμνει πῶς κοιμᾶται διὰ νὰ τὴν κυττάξω;
Πῶς κάμνει πῶς θὰ πέσῃ διὰ νὰ τὴν ἁρπάξω!
Τὴν λέγ' -Ὁρίστε τοῦτο! τὰ φρύδια κάτω σέρνει.
Νὰ τὸ κρατήσω κάμνω; τ' ἁρπάζει καὶ τὸ παίρνει.
Τὴν κυνηγῶ, μὲ φεύγει˙ μὲ κυνηγᾷ ἂν φεύγω.
Ἐμβαίνει πρὶν νὰ ἔμβω, καὶ 'βγαίνει πρὶν νὰ ἔβγω.
Καμώνεται πῶς φεύγει καὶ πάντα εἶν' ἐμπρός μου.
Ἂν ἔλθω, λέγει -Φύγε! Ἂν φύγω -Ποῦ πᾶς, φῶς μου;
Κοιμοῦμαι, μὲ φυλάγει μονάχη ἀπ' ἐπάνω.
Ἐξύπνησ'; ἂν τὴν πιάσῃς˙ σὰν ἀστραπὴ τὴν χάνω.
Ἀλλοῦ ἐνόσῳ βλέπω ς' τὰ μάτια μὲ κυττάζει.
Ἐγύρισα, τὴν εἶδα; τὸ βλέμμα της τ' ἀλλάζει.
Μὲ τέτοια μὲ παιδεύει παράξενα παιχνίδια,
Καὶ μ' ἔχει ὅλ' ἡμέρα 'ς τὰ βάσανα τὰ ἴδια.
Δὲν πταῖς ἐσύ, μικρό μου˙ -ἐγώ, ποῦ νὰ μὴ σώσω!
Ποῦ πῆγα τόσον νέα εἰς πίκραις νὰ σὲ χώσω.
'Σ τὸ στόμα σου ἀκόμη ἐμύριζε τὸ γάλα.
Δὲν ηὗρα ν' ἀγαπήσω κορίτσια πιὸ μεγάλα;
|